Ο ηθοποιός ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΪΝΑΣ συναντά τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ και διαβάζει μερικά από τα αριστουργηματικά του διηγήματα
09/12 Γιάννενα, Καμπέρειο Θέατρο
10/12 Πτολεμαϊδα, Πνευματικό Κέντρο
11/12 Φλώρινα, Αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του Δήμου
12/12 Νάουσα, Δημοτικό Θέατρο
13/12 Θεσσαλονίκη, Θέατρο Αυλαία
14/12 Δράμα, Δημοτικό Ωδείο
15/12 Καβάλα, Αίθουσα Αντιγόνη Βαλάκου
16/12 Κομοτηνή, ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής, Πρώην Ρεξ
17/12 Κοζάνη, Αίθουσα Τέχνης ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης
18/12 Κιλκίς, Πνευματικό Κέντρο
19/12 Αριδαία, Ξενιτίδειο Πνευματικό Κέντρο
21/12 Μυτιλήνη, Δημοτικό Θέατρο
Σε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα ο λόγος του ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, η υποκριτική του ΣΤΕΛΙΟΥ ΜΑΪΝΑ και οι ήχοι των ψαλτάδων και μουσικών ΚΩΣΤΑ ΚΩΣΤΑΝΤΑΤΟΥ& ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΠΑΤΖΙΟΥ μπλέκονται γλυκά αυτά τα Χριστούγεννα.
Ο Κώστας ΒΑΡΝΑΛΗΣ για τον ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτάδες ο Παπαδιαμάντης πήγαινε πρωί-πρωί στον Άγιο Ελισσαίο, κοντά στον Παλαιό Στρατώνα, και έψελνε ανάμεσα στους απλοϊκούς πιστούς της συνοικίας. Εκεί πήγαινε και ο Μωραϊτίδης για τον ίδιο σκοπό. τσι ξαλαφρώνανε κι οι δυο την ψυχή τους από τις πίκρες της ζωής και παίρνανε ένα λουτρό καρτερίας, που τους δυνάμωνε τη δημιουργική τους ορμή. Τη Μεγάλη βδομάδα τον χάναμε. Εκτελούσε στην εντέλεια όλα τα χριστιανικά του χρέη σαν πειθαρχημένος καλόγηρος. Μα την Κυριακή του Πάσχα, κατά το μεσημέρι ο κυρ Στέφανος ερχότανε στο καφενείο και τον έπαιρνε στο σπίτι του να φάνε το πασχαλινό αρνί. Κατηφορίζανε κι οι δύο το λόφο, ο ένας με σκυμμένο το κεφάλι κι ο άλλος με την αλύγιστη περπατησιά του, γιατί τα γόνατά του ήτανε ξυλιασμένα από την αρθρίτιδα.
Στο τραπέζι μοσχοβολούσε κι άχνιζε το αρνί μέσα στο ταψί• μοσχοβολούσε το τυρί του Παρνασσού, η μαρουλοσαλάτα με τον άνηθο και το κρεμμυδάκι• μοσκοβολούσανε τα πορτοκάλια και λαμποκοπούσανε μέσα στη σουπιέρα τα κόκκινα τ' αυγά. Πόσοι πειρασμοί: Μα ο θρήσκος Παπαδιαμάντης πρώτα έκαμνε το σταυρό του, έλεγε το «φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται...», οι άλλοι όρθιοι γύρω σταυροκοπιόντανε κι αυτοί κι ύστερα... Αι, ύστερα, άμα καθόντανε στο τραπέζι, ο κυρ Στέφανος, που ήξαιρε τα συνήθεια του φίλου του, του γέμιζε μια κούπα ρετσίνα. Ο κυρ Αλέξανδρος την έπιανε με τις δυο του φούχτες (γιατί τα χέρια του τρέμανε) και την άδειαζε ολάκερη «αμυστί» με μια συγκινητική λαχτάρα. Τότες το αίμα του ξυπνούσε και κύλαε ζεστό στις φλέβες του, τα μάτια του καθαρίζανε, η ψυχή του άνοιγε τα διπλωμένα φτερά της και τότε μονάχα αρχίζανε το φαγί. «Ητο ωραίον ρετσινάτον» (λέγει σ' ένα του διήγημα) «όλον άρωμα και πτήσις και αφρός»! Τι λυρικός καημός, τι αληθινός έρωτας για το κρασί!
Έτσι αυτές τις μέρες, που η εποχή μας τις ζει με κάποιαν πεζότητα, πώς να μη θυμηθή κανείς τον καλό εκείνο καιρό, που η ποίηση και η πίστη ήτανε ζωντανά στοιχεία της ζωής. Τώρα τα πεύκα τα κόψανε όλα οι πολυκατοικίες. Οι λεύκες ξεραθήκανε κι ως τόσο δεν τις κόβουνε να λείψη ο πένθιμος εκείνος σκελετός τους, που τις κάνει να μοιάζουνε με υψηλούς ξύλινους σταυρούς σε κοιμητήρι. Η Δεξαμενή που ήτανε η ψηλότερη σκοπιά της Αθήνας, έχασε τον ουρανό και τη θάλασσα και κατάντησε σα μια πηγάδα. Και μείναμε εμείς τα ερείπια, οι παληοί κάτοικοι του ωραίου λόφου να θρηνούμε επάνω στα ερείπια του «εξωραϊσμού» του.
• «Τὸ Μυρολόγι τῆς φώκιας»
Το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Πατρίς” το 1908 και περιλαμβάνεται στην συλλoγή “Πασχαλινά διηγήματα” που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον εκδοτικό οίκο “Φέξη” το 1912. Το διήγημα αυτό του Παπαδιαμάντη, που θεωρείται από τα καλύτερά του και ξεχωρίζει μέσα στην παγκόσμια λογοτεχνία, μας δίνει τον ιδεολογικό κόσμο του δημιουργού του.
Η γρια-Λούκαινα, κατεβαίνει στη θάλασσα για να πλύνει τα ρούχα στο αλμυρό νερό και να τα ξεβγάλει στο ποταμάκι που κυλάει εκεί κοντά. Είναι απόγευμα, κατά το ηλιοβασίλεμα και σε μια πλαγιά εκεί δίπλα ένας νεαρός βοσκός παίζει με τη φλογέρα του "φαιδρόν ποιμενικόν άσμα". Η μικρή εγγονή της Λούκαινας, η Ακριβούλα, ξεφεύγει από την επιτήρηση της μητέρας της και πηγαίνει να βρει τη γιαγιά της. Καθώς δεν γνωρίζει το μονοπάτι, την κατευθύνει ο ήχος της φλογέρας και κάθεται για λίγο να ακούσει το τραγούδι του βοσκού, ο οποίος δεν την αντιλαμβάνεται. Η ώρα περνά και όταν αποφασίζει να φύγει έχει ήδη σουρουπώσει. Δεν καταφέρνει να βρει το μονοπάτι για να κατέβει στη θάλασσα και γλιστρώντας στην απότομη πλαγιά πέφτει στο νερό και πνίγεται. Κανείς δεν αντιλαμβάνεται το θάνατό της. Η γιαγιά της μάλιστα όταν ακούει τον παφλασμό νομίζει ότι είναι ο βοσκός που πετά πέτρες. Μόνο μια μικρή φώκια, πλησιάζει το άψυχο σώμα της μικρής και αρχίζει να το μοιρολογά.
• «Ἔρως-Ἥρως»
«Η βάρκα αραγμένη στην ακρογιαλιάν, η μπαρούμα δεμένη έξω εις ένα βράχον……. Και ο μικρός ναύτης, ο Γιωργής της Μπούρμπαινας, εξαπλωμένος επάνω εις την πρύμνην…… εκοιμάτο με ανοικτόν το όμμα……»
Η διάσταση ανάμεσα στις επιθυμίες και τις επιλογές είναι πάντοτε παρούσα στο έργο του Παπαδιαμάντη. Ο πειρασμός δεν είναι επιλογή ανάμεσα σε πράγματα θετικά ή αρνητικά· είναι επιλογή αποδοχής ή απόρριψης πραγμάτων που είναι ταυτόχρονα και αποκρουστικά και γοητευτικά.
Ο ερωτισμός του Παπαδιαμάντη, σύμφωνα με τον Π. Μουλλά, «είναι ένα φουσκωμένο ποτάμι που μολονότι ξεστρατισμένο από τη κοίτη του, ξεχύνεται ακράτητο και ταυτόχρονα υποδεικνύει τις ρωγμές ενός ακρωτηριασμένου ανθρώπου. Γιατί εδώ η συνεργασία των αισθήσεων είναι σχεδόν αδιανόητη. Η όραση αυτόνομη, γίνεται το κύριο μέσο διαφυγής για την ανεκπλήρωτη επιθυμία.»
Έτσι λοιπόν μόνος στη ζωή, μόνος και στη πάλη με το θεριό του έρωτα αποφάσισε να μείνει ο Παπαδιαμάντης. Φυλάκισε τον έρωτα στην έμπνευσή του και τον κρυφοκοίταζε μέσα από τους ήρωές του, ιδανικό, άγιο και απραγματοποίητο…