Η 19η Μαΐου - Ημέρα μνήμης, Γενοκτονία Ποντίων - είναι η καταραμένη ημέρα για τον Ποντιακό Ελληνισμό.
Είναι η ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ με το σύνθημα "η Τουρκία στους Τούρκους" έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο των Νεότουρκων για την τελειωτική εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού σε όλο τον Πόντο.
353.000 καταγεγραμμένοι επίσημα νεκροί και άλλοι τόσοι ξεριζωμένοι και διασκορπισμένοι αγνοούμενοι, αποτελούν πάντοτε για τους Πόντιους μια μνήμη στοιχειωμένη στην ψυχή.
Φύγαμε και πήραμε μόνο τις ψυχές μας"
Τι λένε τα γεγονότα: Η Βυζαντινή αυτοκρατορία πεθαίνει ...
Όμως ένα εκλεκτό κομμάτι το Ελληνισμού που ζεί στα βόρεια της Μικράς Ασίας και παρά το ότι η Τραπεζούντα αλώθηκε από τους Οθωμανούς (1461), διατηρεί αναλλοίωτο το φρόνημά του και την βαθιά Ελληνική του συνείδηση.
Άν και μειοψηφία στην περιοχή (35-40%) αποτελούν τον κορμό της προόδου και της οικονομικής ζωής.
Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου έφταναν τις 265.000, το 1880 τις 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα κόντευαν τις 700.000.
Τα σχολεία από 100 που ήταν το 1860, το 1919 πλησίασαν τα 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο "Φροντιστήριο της Τραπεζούντας".
Εκτός από σχολεία διέθεταν περιοδικά , εφημερίδες, τυπογραφεία, θέατρα και λέσχες , τονίζοντας έτσι το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.
Το 1908 , ορόσημο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η οποία παρήκμαζε, εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων (νεαροί στρατιωτικοί μεταρρυθμιστές ) βάζοντας στο περιθώριο τον Σουλτάνο όχι όμως, απ' ότι στη συνέχεια αποδείχθηκε, τις πρακτικές του αλλά και εφαρμόζοντας ακόμη πιο ακραίες συμπεριφορές.
Πράγματι οι ελπίδες διαψεύστηκαν .
Το κίνημα εξελίχθηκε σε ακραία εθνικιστικό εκτοπίζοντας μεγάλο μέρος του Ελληνικού πληθυσμού στα βάθη της Τουρκίας, όπου οι περισσότεροι πέθαιναν από τις κακουχίες και την πείνα, τις δολοφονίες, τα βασανιστήρια, τις εξορίες .
Με την πρόσκαιρη υποστήριξη του Βενιζέλου το 1919 οι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ΕλληνοΑρμενικό κράτος.
Το σχέδιο όμως αυτό ματαιώθηκε από τους Τούρκους και τους συμμάχους, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός και στις 19 Μαίου 1919 ξεκινά η χειρότερη φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας από τον Μουσταφά Κεμάλ, με την καθοδήγηση Σοβιετικών και Γερμανών συμβούλων .
Ο Ποντιακός Ελληνισμός δεν κατάφερε να πείσει το Ελληνικό Κράτος να υποστηρίξει μια ένοπλη εξέγερση και με παρέμβαση των "συμμάχων" (όπως δυστυχώς γινόταν πάντα στη μακραίωνη ιστορία της πατρίδας μας ) τους εγκατέλειψε στην τύχη της Κεμαλικής βαρβαρότητας .
Έτσι ξεκίνησε το... "ταξίδι" τους για την Ελλάδα.
Φύγαμε και πήραμε μόνο τις ψυχές μας"
"Πατρίδα μ αραεύω σε,
Άμον καταραμένος,
Σα ξένα είμαι Έλληνας,
Και σην Ελλάδαν ξένος.....".
Οι Πόντιοι όπως και οι Μικρασιάτες αργότερα δεν έτυχαν και της καλύτερης συμπεριφοράς από τους Έλληνες στην Ελλάδα.
Τους χαρακτήρισαν "Τουρκόσπορους"
Οι πρόσφυγες Πόντιοι βρέθηκαν τελείως απομονωμένοι από τον ασφυκτικό επαρχιωτισμό της ελληνικής κοινωνίας παρά το όμαιμον, το ομόγλωσσον και το ομόθρησκον...
"Γιαουρτοβαφτισμένους" τους φώναζαν επίσης υποτιμητικά κι ο κατεξοχήν ιδεολογικός εκφραστής του αντιβενιζελισμού Γ.Α.Βλάχος στην εφημερίδα "Καθημερινή" τότε αμφισβήτησε και την ελληνικότητά τους.
Ο βασιλιάς και τα κόμματα της δεξιάς πολέμησαν σφόδρα τους Πόντιους, γιατί τους θεώρησαν κομμουνιστές κι ευτυχώς τους προστάτεψε ο Βενιζέλος.
Τους είδαν ως ξένους και τους μίσησαν.
Χαρακτηριστικά ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος κατέγραψε:"Δεν άκουγε κανείς εκείνες τις ημέρες τίποτα άλλο παρά κατάρες στον Βενιζέλο και βλαστήμιες κι εύχονταν μακάρι να τους σφάξει όλους ο Κεμάλ και να μη μείνει ούτε ποδάρι από δαύτους..."
Ασυνείδητοι προμηθευτές, για να πλουτίσουν, προμήθευαν την καραντίνα με βρομερά μακαρόνια, σκουληκιασμένες ελιές, χαλασμένες ρέγκες, σάπια φρούτα.
Σε συνδυασμό με τη δίψα που τους ταλάνιζε, οδηγούσαν τους πρόσφυγες κατευθείαν στο θάνατο.
Μαυραγορίτες πουλούσαν ένα καρβέλι ψωμί έναντι μιας χρυσής λίρας και οι πρόσφυγες, για να μπορέσουν να επιβιώσουν, έδιναν ό,τι χρυσαφικά είχαν επάνω τους.
Ελάχιστα έκανε το Ελληνικό κράτος για να τους εντάξει στην ελληνική κοινωνία.
Ούτε η ηγετική κοινωνική τάξη της εποχής ενδιαφέρθηκε για την τύχη τους.
Αντιθέτως, μέλη της όπως οι μαυραγορίτες, οι λαθρέμποροι, τυχάρπαστοι και αεριτζήδες είδαν τους πρόσφυγες σαν λεία για να γεμίσουν το πουγκί τους.
Αρνητικά τους αντιμετώπισε και ο ντόπιος ελλαδικός πληθυσμός, αλλά και ο ίδιος αυτός πληθυσμός είχε τα τεράστια προβλήματά του μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Έψαχνε το αίτιο αυτής της καταστροφής, και πολλές φορές το εντόπιζε στους πρόσφυγες.
Άλλωστε, ασυνείδητοι πολιτικοί για να καλύψουν τις δικές τους ευθύνες έδειχναν με το δάχτυλό τους προς την κατεύθυνση των προσφύγων"
Είναι η ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ με το σύνθημα "η Τουρκία στους Τούρκους" έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο των Νεότουρκων για την τελειωτική εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού σε όλο τον Πόντο.
353.000 καταγεγραμμένοι επίσημα νεκροί και άλλοι τόσοι ξεριζωμένοι και διασκορπισμένοι αγνοούμενοι, αποτελούν πάντοτε για τους Πόντιους μια μνήμη στοιχειωμένη στην ψυχή.
Φύγαμε και πήραμε μόνο τις ψυχές μας"
Τι λένε τα γεγονότα: Η Βυζαντινή αυτοκρατορία πεθαίνει ...
Όμως ένα εκλεκτό κομμάτι το Ελληνισμού που ζεί στα βόρεια της Μικράς Ασίας και παρά το ότι η Τραπεζούντα αλώθηκε από τους Οθωμανούς (1461), διατηρεί αναλλοίωτο το φρόνημά του και την βαθιά Ελληνική του συνείδηση.
Άν και μειοψηφία στην περιοχή (35-40%) αποτελούν τον κορμό της προόδου και της οικονομικής ζωής.
Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου έφταναν τις 265.000, το 1880 τις 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα κόντευαν τις 700.000.
Τα σχολεία από 100 που ήταν το 1860, το 1919 πλησίασαν τα 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο "Φροντιστήριο της Τραπεζούντας".
Εκτός από σχολεία διέθεταν περιοδικά , εφημερίδες, τυπογραφεία, θέατρα και λέσχες , τονίζοντας έτσι το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.
Το 1908 , ορόσημο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η οποία παρήκμαζε, εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων (νεαροί στρατιωτικοί μεταρρυθμιστές ) βάζοντας στο περιθώριο τον Σουλτάνο όχι όμως, απ' ότι στη συνέχεια αποδείχθηκε, τις πρακτικές του αλλά και εφαρμόζοντας ακόμη πιο ακραίες συμπεριφορές.
Πράγματι οι ελπίδες διαψεύστηκαν .
Το κίνημα εξελίχθηκε σε ακραία εθνικιστικό εκτοπίζοντας μεγάλο μέρος του Ελληνικού πληθυσμού στα βάθη της Τουρκίας, όπου οι περισσότεροι πέθαιναν από τις κακουχίες και την πείνα, τις δολοφονίες, τα βασανιστήρια, τις εξορίες .
Με την πρόσκαιρη υποστήριξη του Βενιζέλου το 1919 οι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ΕλληνοΑρμενικό κράτος.
Το σχέδιο όμως αυτό ματαιώθηκε από τους Τούρκους και τους συμμάχους, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός και στις 19 Μαίου 1919 ξεκινά η χειρότερη φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας από τον Μουσταφά Κεμάλ, με την καθοδήγηση Σοβιετικών και Γερμανών συμβούλων .
Ο Ποντιακός Ελληνισμός δεν κατάφερε να πείσει το Ελληνικό Κράτος να υποστηρίξει μια ένοπλη εξέγερση και με παρέμβαση των "συμμάχων" (όπως δυστυχώς γινόταν πάντα στη μακραίωνη ιστορία της πατρίδας μας ) τους εγκατέλειψε στην τύχη της Κεμαλικής βαρβαρότητας .
Έτσι ξεκίνησε το... "ταξίδι" τους για την Ελλάδα.
Φύγαμε και πήραμε μόνο τις ψυχές μας"
"Πατρίδα μ αραεύω σε,
Άμον καταραμένος,
Σα ξένα είμαι Έλληνας,
Και σην Ελλάδαν ξένος.....".
Οι Πόντιοι όπως και οι Μικρασιάτες αργότερα δεν έτυχαν και της καλύτερης συμπεριφοράς από τους Έλληνες στην Ελλάδα.
Τους χαρακτήρισαν "Τουρκόσπορους"
Οι πρόσφυγες Πόντιοι βρέθηκαν τελείως απομονωμένοι από τον ασφυκτικό επαρχιωτισμό της ελληνικής κοινωνίας παρά το όμαιμον, το ομόγλωσσον και το ομόθρησκον...
"Γιαουρτοβαφτισμένους" τους φώναζαν επίσης υποτιμητικά κι ο κατεξοχήν ιδεολογικός εκφραστής του αντιβενιζελισμού Γ.Α.Βλάχος στην εφημερίδα "Καθημερινή" τότε αμφισβήτησε και την ελληνικότητά τους.
Ο βασιλιάς και τα κόμματα της δεξιάς πολέμησαν σφόδρα τους Πόντιους, γιατί τους θεώρησαν κομμουνιστές κι ευτυχώς τους προστάτεψε ο Βενιζέλος.
Τους είδαν ως ξένους και τους μίσησαν.
Χαρακτηριστικά ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος κατέγραψε:"Δεν άκουγε κανείς εκείνες τις ημέρες τίποτα άλλο παρά κατάρες στον Βενιζέλο και βλαστήμιες κι εύχονταν μακάρι να τους σφάξει όλους ο Κεμάλ και να μη μείνει ούτε ποδάρι από δαύτους..."
Ασυνείδητοι προμηθευτές, για να πλουτίσουν, προμήθευαν την καραντίνα με βρομερά μακαρόνια, σκουληκιασμένες ελιές, χαλασμένες ρέγκες, σάπια φρούτα.
Σε συνδυασμό με τη δίψα που τους ταλάνιζε, οδηγούσαν τους πρόσφυγες κατευθείαν στο θάνατο.
Μαυραγορίτες πουλούσαν ένα καρβέλι ψωμί έναντι μιας χρυσής λίρας και οι πρόσφυγες, για να μπορέσουν να επιβιώσουν, έδιναν ό,τι χρυσαφικά είχαν επάνω τους.
Ελάχιστα έκανε το Ελληνικό κράτος για να τους εντάξει στην ελληνική κοινωνία.
Ούτε η ηγετική κοινωνική τάξη της εποχής ενδιαφέρθηκε για την τύχη τους.
Αντιθέτως, μέλη της όπως οι μαυραγορίτες, οι λαθρέμποροι, τυχάρπαστοι και αεριτζήδες είδαν τους πρόσφυγες σαν λεία για να γεμίσουν το πουγκί τους.
Αρνητικά τους αντιμετώπισε και ο ντόπιος ελλαδικός πληθυσμός, αλλά και ο ίδιος αυτός πληθυσμός είχε τα τεράστια προβλήματά του μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Έψαχνε το αίτιο αυτής της καταστροφής, και πολλές φορές το εντόπιζε στους πρόσφυγες.
Άλλωστε, ασυνείδητοι πολιτικοί για να καλύψουν τις δικές τους ευθύνες έδειχναν με το δάχτυλό τους προς την κατεύθυνση των προσφύγων"
Με βάση τα στοιχεία της Κοινωνίας των Εθνών τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα πέθανε το 20% των προσφύγων από τις κακουχίες.
19 Μαΐου 1919. Μια ημερομηνία-εφιάλτης για εκατομμύρια Πόντιους του χθες, του σήμερα και του αύριο που συνδέεται όχι μόνο με τη βίαιη αλλαγή της ανθρωπογεωγραφίας του Πόντου, αλλά και τη σχεδιασμένη εξόντωση κάθε ελληνικού και χριστιανικού στοιχείου της περιοχής.
Τα εργαλεία της Γενοκτονίας ήταν προσεκτικά επιλεγμένα και δοκιμασμένα από τους θύτες και τους συνεργούς τους, φυσικούς ή ηθικούς αυτουργούς.
Οι αναγκαστικοί εκτοπισμοί των Ελλήνων από τα παράλια προς την ενδοχώρα της Ανατολίας, οι ατελείωτες πορείες με προορισμό το θάνατο, οι επιθέσεις παραστρατιωτικών ομάδων στα ελληνικά χωριά του Πόντου αλλά και τα τάγματα καταναγκαστικής εργασίας, εξαφάνισαν γενιές και γενιές Ποντίων.
Το προσχεδιασμένο έγκλημα των Νεότουρκων και των Κεμαλικών απέδωσε καρπούς, αφού μέχρι τον Μάρτιο του 1924, 353.000 Έλληνες του Πόντου έχασαν τη ζωή τους και άλλοι τόσοι εκτοπίστηκαν.
Εκτέλεσαν, κρέμασαν, βίασαν, βασάνισαν και απήγαγαν.
Το μαχαίρι δεν έκανε διακρίσεις.
Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, νέοι και ηλικιωμένοι σφαγιάζονται σαν να μην ήταν ζωντανά πλάσματα.
Όσο πιο φρικτός ο θάνατός τους τόσο πιο επιτυχημένοι θεωρούνταν οι φονιάδες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Εξαργύρωσαν τα εγκλήματά τους με χρήματα, αξιώματα, και τις περιουσίες των Ελλήνων.
Και η ανταμοιβή έκανε ευκολότερο το έργο της καταστροφής και εξαφάνισης κάθε ίχνους ελληνικότητας από τις πόλεις και τα χωριά που ευημερούσαν μέχρι τότε, λόγω του δαιμόνιου πνεύματος των Ελλήνων του Πόντου.
Η εντολή ήταν σαφής: Καταστρέψτε καθετί ελληνικό και προστατέψτε την πατρίδα μας από τους Έλληνες και χριστιανούς.
Μια εντολή που όπως αποδείχθηκε υλοποιήθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και επηρέασε και όλους όσοι επέζησαν, αφού απέμειναν πίσω να κλαίνε τους νεκρούς τους και αντιμέτωποι με την απόρριψη της μητέρας πατρίδας.
Μετά την Ανταλλαγή έφτασαν στην Ελλάδα μόνο 190.000 Πόντιοι και αυτοί σε άθλια κατάσταση.
Οι ιστορίες από εκείνη την περίοδο φέρνουν και πάλι δάκρυα στα μάτια.
Οι άνθρωποι έφτασαν στην Ελλάδα και η πατρίδα τους γύρισε την πλάτη.
Ελάχιστοι τους αντιμετώπισαν ως εκδιωγμένους από τα εδάφη τους Έλληνες.
Οι περισσότεροι τους αγνόησαν, τους λιδώρησαν, τους περιθωριοποίησαν.
Ξαφνικά οι Έλληνες του Πόντου και της Μικράς Ασίας από ομογενείς καλλιεργημένοι, μιας άλλης κουλτούρας και σημαντικής οικονομικής επιφάνειας είχαν μετατραπεί σε «βρωμερούς και γεμάτους ασθένειες πρόσφυγες, που ήρθαν στην Ελλάδα για να κάνουν κακό».
Αλήθεια, πόση ντροπή!
Άργησαν οι ντόπιοι να σκεφτούν πως οι άνθρωποι αυτοί όχι μόνο άφησαν πίσω λίπασμα τους νεκρούς τους αλλά στερήθηκαν τη γλώσσα τους, την πατρίδα τους, τον πολιτισμό χιλιάδων ετών που είχαν δημιουργήσει οι πρόγονοί τους και αυτό όχι από επιλογή αλλά επειδή υποχρεώθηκαν.
Το χειρότερο είναι πως ποτέ δεν σκέφτηκαν ότι όσοι επέζησαν ήταν το ίδιο θύματα με εκείνους που πέθαναν.
Είχαν ζήσει τον όλεθρο, είχαν δει το αίμα των ανθρώπων τους να κυλάει και να ποτίζει τα χώματά τους, είχαν στερηθεί το δικαίωμα να γνωρίσουν τους συγγενείς που έμειναν πίσω, είχαν υποχρεωθεί στην ουσία να απαρνηθούν ένα μέρος της ταυτότητάς τους με την ελπίδα ότι κάπως έτσι θα προχωρήσουν. Αλήθεια, πόση ντροπή!
Όμως η ζωή τελικά ξέρει καλύτερα.
Οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν το φονικό τους έργο.
Οι Έλληνες του Πόντου που διασώθηκαν κατάφεραν να σταθούν στα πόδια τους και να κάνουν ξανά προκοπή όπου κι αν τους έριξε η ζωή.
Μπορεί οι ιστορίες τους να είναι γεμάτες πόνο και βάσανα, όμως η ελπίδα είναι εκείνη που ξεχωρίζει.
Η ποντιακή λαλιά, η ορθοδοξία, η αγάπη για εκείνους που ξαφνικά και βίαια αποχωρίστηκαν, οι χοροί και η μουσική κράτησαν όρθιους τους Πόντιους.
Κι αυτό παρά τις… φιλότιμες προσπάθειες πολλών να τους λυγίσουν.
Παρά τις μεγάλες αλλαγές στο πώς αντιμετωπίζεται το Ποντιακό Ζήτημα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, είναι σαφές πως η υπόθεση της διεθνούς αναγνώρισης της Γενοκτονίας έχει μείνει πίσω.
Παρόλο που το κοινό μυστικό δεν είναι πια μυστικό και όλοι γνωρίζουμε πως η Οθωμανική Αυτοκρατορία εκτέλεσε το ειδεχθές σχέδιο της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, το επίσημο ελληνικό κράτος στέκεται με αμηχανία απέναντι στο θέμα.
Και σε αυτό προστίθεται και η πάγια αδυναμία μερίδας των Ποντίων να αφήσει κατά μέρος τη διχόνοια και να εργαστεί για την επίτευξη του ύψιστου σκοπού.
Η πολυπόθητη ενότητα των Ποντίων που όλοι ευαγγελίζονται, για την οποία όλοι κόπτονται αλλά δεν κάνουν βήμα πίσω για να την πετύχουν, είναι το μόνο επιχείρημα που θα πείσει τη διεθνή κοινότητα πως πρέπει επιτέλους 100 χρόνια μετά την έναρξη της δεύτερης φάσης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, να υποχρεωθεί η Τουρκία να αναγνωρίσει το έγκλημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η διεθνής αναγνώριση της Γενοκτονίας είναι εθνική υπόθεση και οι Έλληνες επιτέλους δεν μπορεί να επιλέγουμε άλλο δρόμο παρά εκείνο της εθνικής συνεννόησης.
Οι Έλληνες δεν έχουμε δικαίωμα να ξεχνάμε.
ReplyForward |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου