Η πόρτα του δωματίου με τον αριθμό 102 ανοίγει και ο ένοικος βγαίνει με αργά αλλά αποφασιστικά βήματα. Κατεβαίνει τις σκάλες κρατώντας μια τσάντα θαλάσσης και κατευθύνεται προς την έξοδο του ξενοδοχείου. Χαιρετάει τον υπάλληλο ευγενικά και διασχίζει το δρόμο που χωρίζει το ξενοδοχείο από τη θάλασσα. Η ζέστη αφόρητη αναγκάζει τους ανθρώπους να καταφύγουν σε εκείνη. Μία θάλασσα γαλήνια σα λίμνη αφού ο άνεμος έχει μέρες να κάνει την παρουσία του στην περιοχή και ο καυτός ήλιος είναι το μόνο αφεντικό τώρα πια. Τα δέντρα ακίνητα ρίχνουν την παχιά σκιά τους στην αμμουδιά χαρίζοντας λίγη δροσιά στους λουόμενους. Περπατάει με αργό βήμα κοιτάζοντας τους περαστικούς, είναι η τρίτη μέρα που βρίσκεται σε αυτή την παραθαλάσσια κωμόπολη. Μόνος όπως κάνει πάντα στις διακοπές του απολαμβάνει για λίγες μέρες τη θάλασσα σε ένα γαλήνιο ήρεμο μέρος χωρίς πολύ κόσμο και μακριά από την πρωτεύουσα που τον πνίγει. Με επιδέξιες κινήσεις αφήνει το σάκο του στην αμμουδιά και στρώνει την ψάθα πάνω στην καυτή άμμο. Βγάζει το t-shirt, το καπέλο και τα γυαλιά και χωρίς καθυστέρηση κατευθύνεται προς τη θάλασσα. Περπατάει με αποφασιστικότητα μες στο νερό χωρίς καμία καθυστέρηση, βουτάει και αφήνει το κορμί του να παραδοθεί στη μεγάλη γαλάζια απεραντοσύνη της. Με επιδέξιες κινήσεις ξανοίγεται και γρήγορα βρίσκεται πολύ βαθιά πέρα από τις κίτρινες σημαδούρες που οριοθετούν την κολυμβητική περιοχή. Βουτάει και ξανά βουτάει στα καθαρά και διαυγή νερά απολαμβάνοντας τη δροσιά και τα γαλήνια βάθη. Σε κάθε βουτιά αντικρίζει τον υποθαλάσσιο κόσμο σαν να είναι το σπίτι του. Η γαλήνη και η ηρεμία που τον πλημμυρίζουν είναι ό,τι ωραιότερο έχει αισθανθεί, αγαπάει τη θάλασσα όσο τίποτε άλλο. Η ώρα περνά γρήγορα και χωρίς να το καταλάβει έχει βρεθεί πολύ βαθιά σχεδόν στο σημείο που περνούν τα καΐκια όταν φεύγουν για ψάρεμα. Κοιτάζει την ακτή και αναρωτιέται πόσο μακριά βρίσκεται. Ο ήλιος καυτός τον κοιτάζει από ψηλά και στέλνει τις ακτίνες του σκορπίζοντας παντού χρώμα.
Μία τελευταία
βουτιά και αποφασίζει να επιστρέψει στην ακτή. Με τα μάτια ανοιχτά όπως πάντα
αντικρίζει στα βαθιά κάτι που του τραβάει την προσοχή για πρώτη φορά. Μοιάζει
να είναι μία τεράστια αποικία από πολύ μακριά σκοτεινά φύκια. Έχοντας
ξαναβουτήξει όμως σε αυτό το σημείο δεν θυμάται άλλη φορά να έχει δει κάτι
τέτοιο. Συνεχίζει την κατάδυση ώσπου νιώθει στο αριστερό του πόδι ένα
ανατριχιαστικό άγγιγμα. Γυρίζει απότομα να κοιτάξει και δεν βλέπει τίποτα,
αποφασίζει να αναδυθεί. Ξεκουράζεται για λίγο και προσπαθεί να καταλάβει τι
ήταν αυτό που τον άγγιξε. Κοιτάζει γύρω του βάζει το κεφάλι του κάτω από την
επιφάνεια του νερού ψάχνοντας γύρω του αλλά τίποτα. Αποφασίζει να επιστρέψει.
Κινείται γρήγορα με επιδέξιες κινήσεις όμως η απόσταση που έχει να διανύσει
φαντάζει όλο και μεγαλύτερη. Ένα ρίγος τον διαπερνά καθώς συνειδητοποιεί ότι
από κάτω του το χρώμα του βυθού έχει αλλάξει. Ένα σκούρο μαύρο χρώμα έχει
απλωθεί κάτω από το σώμα του και επεκτείνεται με μεγάλη ταχύτητα στο γύρω χώρο.
Δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει, συνεχίζει όμως να κολυμπά
επιταχύνοντας προς την ακτή. Ξαφνικά νιώθει σε όλο του το σώμα κάτι να τον αγγίζει.
Κάτι γλοιώδες σαν πλοκάμι πού κινείται με μεγάλη επιδεξιότητα. Την ανατριχίλα
διαδέχεται ο πανικός και κάθε αίσθηση του είναι σε έξαψη. Για μία στιγμή
σκέφτεται να φωνάξει βοήθεια όμως εντελώς αναπάντεχα νιώθει τεράστια πλοκάμια
μαζί με γιγάντια φύκια να τυλίγουν το σώμα του και να τον τραβούν στο βυθό. Μία
πνιχτή κραυγή βγαίνει από το στόμα του καθώς βυθίζεται κάτω από την επιφάνεια
του νερού. Παλεύει απεγνωσμένα να ξεφύγει, αγωνίζεται με κάθε κύτταρο του
οργανισμού του. Ο τρόμος ανεβάζει επικίνδυνα τους παλμούς της καρδιάς που την
αισθάνεται έτοιμη να βγει από το στήθος του. Το αίμα κυλά γρήγορα στις φλέβες
του και η αδρεναλίνη του θολώνει το μυαλό.
Τα αυτοκίνητα
συνεχίζουν να περνούν αργά επάνω στο δρόμο που χωρίζει το ξενοδοχείο με την
ακτή και τα δέντρα ακίνητα ρίχνουν τη σκιά τους στους ανυποψίαστους ανθρώπους.
Κανένας τους δεν έχει καταλάβει τίποτα. Μερικά λεπτά περνούν και ξαφνικά ένα
περίεργο πλάσμα αρχίζει να βγαίνει από τη θάλασσα. Μία αλλόκοτη ύπαρξη που
θυμίζει άνθρωπο που όλο του το κορμί είναι καλυμμένο με ανατριχιαστικά τεράστια
φύκια από την κορφή ως τα νύχια. Μία γυναίκα ουρλιάζει με φρίκη καθώς τον
κοιτάζει να βγαίνει αργά-αργά από τη θάλασσα. Ο πανικός μεταδίδεται σε
δευτερόλεπτα σε όλη την παραλία. Κάποια παιδάκια φωνάζουν δυνατά τρομαγμένα και
οι μανάδες τρέχουν να τα μαζέψουν πανικοβλημένες. Το πλάσμα κινείται αργά και
βγαίνει από τη θάλασσα με μία ανεπαίσθητη βαριά κίνηση σαν να δυσκολεύεται να
περπατήσει, αλλά και σαν να υποφέρει. Τα τεράστια σκοτεινά φύκια που είναι
ριζωμένα στο δέρμα του τον καλύπτουν και κάνουν το θέαμα ανατριχιαστικό. Δεν
φαίνονται μάτια, δεν φαίνεται πρόσωπο δεν φαίνεται σώμα, είναι ένας
ανατριχιαστικός όγκος από μαύρα αποκρουστικά φύκια. Συνεχίζει να κινείται
διασχίζοντας την παραλία και σε κάποια στιγμή σταματά και στρέφει το βλέμμα του
αργά αργά προς τον ήλιο. Τα αυτοκίνητα έχουν σταματήσει και κορνάρουν και οι
άνθρωποι ουρλιάζουν τρομοκρατημένοι ενώ τρέχουν προς κάθε κατεύθυνση
προσπαθώντας να απομακρυνθούν. Δεν περνούν μερικά δευτερόλεπτα και εμφανίζεται ένα
περιπολικό της αστυνομίας. Το πλάσμα γυρίζει το βλέμμα του προς τους
αστυνομικούς και απλώνει τα χέρια του ικετευτικά. Προσπαθεί κάτι να πει αλλά
κανείς δεν έχει διάθεση να ακούσει. Είναι η στιγμή που ο ήλιος καίει
ολοκληρωτικά πάνω από τα κεφάλια όλων και ο ένας από τους δύο αστυνομικούς
σημαδεύει με το περίστροφο του το πλάσμα. Του φωνάζει κάτι απειλητικό αλλά το
πλάσμα συνεχίζει να κινείται προς το μέρος του με τα χέρια απλωμένα. Τα
τεράστια φύκια κινούνται σαν μακριά μαλλιά και κάνουν κάθε του κίνηση
ανατριχιαστική. Ο ψυχρός κρότος από το περίστροφο του αστυνομικού είναι το
τελευταίο πράγμα που ακούγεται. Το πλάσμα σωριάζεται κάτω και μένει ακίνητο
στην καυτή άσφαλτο. Για λίγο δεν ακούγεται τίποτα και αμέσως μετά με αργά
βήματα ο αστυνομικός κινείται προς το μέρος του με προτεταμένο το περίστροφο. Όλοι έχουν βουβαθεί, κανείς δεν μιλάει και κοιτούν ακίνητοι,
αποσβολωμένοι, τρομοκρατημένοι και άδειοι από σκέψεις.
Μετά από λίγα λεπτά
έρχεται ένα ασθενοφόρο που με δυσκολία προσεγγίζει την περιοχή μία και τα
αυτοκίνητα και οι άνθρωποι έχουν κλείσει τελείως το δρόμο. Για λίγο
περιεργάζονται με τρόμο το πλάσμα ώσπου κάποιος ρίχνει πάνω του ένα λευκό
σεντόνι. Με βιαστικές κινήσεις μαζεύουν
το πτώμα, κλείνουν την πόρτα του ασθενοφόρου και υπό τον ήχο της σειρήνας
απομακρύνονται γρήγορα. Οι συζητήσεις δίνουν και παίρνουν. Κανείς δεν μπορεί να
καταλάβει τι έχει συμβεί. Την επόμενη μέρα που γίνονται οι έρευνες σχετικά με
το συμβάν δηλώνεται μία εξαφάνιση ενός κυρίου που έμενε μόνος του στο ξενοδοχείο
στο νούμερο 102, και κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει τι πραγματικά έχει συμβεί.
Οι τοπικές αρχές και ο τοπικός τύπος αποφασίζουν να μη δώσουν έκταση στο
γεγονός. Είναι κάτι που θα κάνει πολύ κακό στον τουρισμό της περιοχής. Δεν
είναι εποχές για τέτοια. Έπειτα από μερικές μέρες συζητήσεων η τοπική κοινωνία
δεν συζήτησε ποτέ ξανά για το γεγονός. Κανείς δεν ήθελε να μιλήσει για εκείνη
την παράξενη μέρα που ο καύσωνας είχε ταλαιπωρήσει τόσο πολύ τους ανθρώπους.
Σαν να ήταν μία παραίσθηση μία ομαδική υστερία σαν να ήταν ένα γεγονός που δεν
έγινε ποτέ. Κανένας δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει τι πραγματικά έγινε. Το
πλάσμα πήγε στα εργαστήρια της αστυνομίας για έρευνα όμως ακούστηκε ότι εντελώς
ξαφνικά εξαφανίστηκε και κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει τι απέγινε.
Όταν έφυγε εκείνο το ατέλειωτο καλοκαίρι, οι άνθρωποι δέχτηκαν
με μεγάλη χαρά τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου. Η βροχή ξέπλυνε ανθρώπους,
δρόμους, κτίρια και μνήμες, Εκείνες τις τρομερές μνήμες που έπρεπε να βρεθεί
τρόπος να καθαριστούν. Το δωμάτιο με τον αριθμό 102 δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε
ποτέ, κλειδώθηκε και έμεινε για πάντα αχρησιμοποίητο. Ποτέ κανένας
δεν μίλησε για το συμβάν και πολύ γρήγορα η ζωή στην παραθαλάσσια κωμόπολη
επέστρεψε στους κανονικούς της ρυθμούς, με την πλήξη του χειμώνα και τον
καύσωνα του καλοκαιριού να τους συντροφεύει.
Χάρης Κανάκης
Καμένα Βούρλα
1η Αυγούστου 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου