Δεν είναι τρόπος να γνοιαστούν να μιληθούν οι ανθρώποι.
Καθένας χώρια το σαρκί, το εγώ καθένας χώρια,
κι ένας βυζαίνει ταλλουνού το γαίμα να χορτάσει
και πίσωθέ τους ύπουλο το κλεφτοσκυλολόι
τους διαγουμάει το έχει τους και τους ρουφάει τη ζήση.Θέλω να πάρω ένα στρατί, κρυφό σα μονοπάτι
που να με πάει στο ξάγναντο, στην πιο ψηλή κορφούλα
κι ούτε από δω το δρόμο μου ψυχή να μη γροικήσει.
Οι οχτροί μου να με χάσουνε κι οι φίλοι να σαστίσουν
κι όλοι να πουν πως χάθηκα, πως έσβησα απ’ τον κόσμο.
Κι εγώ ψηλά με τα στοιχειά, με τα θεριά, με τάστρα,
με του βουνού τα πνεύματα να κάνω μετερίζι.
Με αντιμαχές κι αθιβολές να βρω το μυστικό τους,
να κλέψω απ’ τ’ αστρα υπομονή κι απ’ τα θεριά το θάρρος
κι απ’ τα στοιχειά τη δύναμη και την καπατσοσύνη,
απ’ το βοριά την αντοχή και την ορμή απ’ το νότο
κι από τη στουρναρόπετρα την άλυωτη σκληρότη,
να κάνω πέτρα το κορμί και την ψυχή ατσαλένια.
Κι όταν θαρθεί ο καλός καιρός να στήσω καραούλι
με μπιστικούς τους Σάτυρους κι αρματωλούς τους Πάνες
και κρυφομαντατάρηδες ταγερικά του Λόγγου.
Με τέτοιο ασκέρι νείρομαι να ξαναρθώ στη χώρα.
Και μιαν αυγή απ’ το ξάγναντο κι απ’ την ψηλή ραχούλα,
να κάνω τις παλάμες μου χουνί και να φωνάξω:
«Βιαστήτε! Καθαρίστε τ’ άνομα σωθικά σας,
σπεκουλαδόροι του χρυσού κι έμποροι του θανάτου,
κλέφτες της χήρας, του ορφανού, ξεμαυλιστές των νιάτων,
πραματευτάδες άνομοι κάθε Θεού και τόπου,
καταλυτάδες του Καλού και σπιλωτές του Ωραίου,
βιαστήτε, γιατί επλάκωσα με των στοιχειών τ’ ασκέρι»!
«… τότε ήταν μια χούφτα άνθρωποι που ονειρεύονταν να ξεφορτωθούν τον κατακτητή…»
με του βουνού τα πνεύματα να κάνω μετερίζι.
Με αντιμαχές κι αθιβολές να βρω το μυστικό τους,
να κλέψω απ’ τ’ αστρα υπομονή κι απ’ τα θεριά το θάρρος
κι απ’ τα στοιχειά τη δύναμη και την καπατσοσύνη,
απ’ το βοριά την αντοχή και την ορμή απ’ το νότο
κι από τη στουρναρόπετρα την άλυωτη σκληρότη,
να κάνω πέτρα το κορμί και την ψυχή ατσαλένια.
Κι όταν θαρθεί ο καλός καιρός να στήσω καραούλι
με μπιστικούς τους Σάτυρους κι αρματωλούς τους Πάνες
και κρυφομαντατάρηδες ταγερικά του Λόγγου.
Με τέτοιο ασκέρι νείρομαι να ξαναρθώ στη χώρα.
Και μιαν αυγή απ’ το ξάγναντο κι απ’ την ψηλή ραχούλα,
να κάνω τις παλάμες μου χουνί και να φωνάξω:
«Βιαστήτε! Καθαρίστε τ’ άνομα σωθικά σας,
σπεκουλαδόροι του χρυσού κι έμποροι του θανάτου,
κλέφτες της χήρας, του ορφανού, ξεμαυλιστές των νιάτων,
πραματευτάδες άνομοι κάθε Θεού και τόπου,
καταλυτάδες του Καλού και σπιλωτές του Ωραίου,
βιαστήτε, γιατί επλάκωσα με των στοιχειών τ’ ασκέρι»!
«… τότε ήταν μια χούφτα άνθρωποι που ονειρεύονταν να ξεφορτωθούν τον κατακτητή…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου