Πάνε έξι μήνες πού
μένω σε αυτό το σπίτι κοντά στη θάλασσα. Δεν την βλέπω, είναι γύρω στο ένα
χιλιόμετρο μακριά, αλλά την αφουγκράζομαι και τη μυρίζω. Το σπίτι δεν είναι
πολύ μεγάλο αλλά έχει έναν όμορφο κατάφυτο κήπο και από την μπροστινή και από
την πίσω πλευρά. Ένας από τους λόγους που με έκαναν να το νοικιάσω είναι ότι
μέσα στο οικόπεδο υπάρχουν πάρα πολλά δέντρα δημιουργώντας τη ψευδαίσθηση του
παραδείσου αλλά και μιας υπέροχης δροσιάς που σε ηρεμεί καθώς ακούς τα φύλλα
των δέντρων να κουνιούνται από τον άνεμο. Πουλιά φωλιάζουν στα κλαδιά τους και
μία αίσθηση απομόνωσης και γαλήνης σε κυριεύει.
Εκτός από την
μπροστινή πόρτα και το μπροστινό παράθυρο έχει και μία πόρτα και ένα παράθυρο
και στην πίσω πλευρά του σπιτιού, εκεί που είναι το υπνοδωμάτιο μου. Από το
παράθυρο αυτό βλέπω μία σειρά από ψηλά Κυπαρίσσια που οριοθετούν το χώρο του
οικοπέδου, προστατεύοντας ταυτόχρονα και από το βοριά. Έχοντας κλειστά τα φώτα
του σπιτιού καθώς είμαι ξαπλωμένος στο υπνοδωμάτιο μου πολλές φορές κοιτάζω
αυτό το ανοιχτό παράθυρο και βυθίζομαι μέσα στις σκέψεις και στο σκοτάδι του
καθώς η νύχτα έχει απλωθεί σε όλη την πλάση. Μία περίεργη σκέψη στροβιλίζεται
στο μυαλό μου συχνά όποτε βγάζω το χέρι μου έξω από το παράθυρο και αναζητώ το
δεξί παντζούρι. Μία σκέψη περίεργη που δεν μπορώ να την εξηγήσω. Σαν να βυθίζω
το χέρι μου σε ένα σκοτεινό άγνωστο κόσμο που κανείς δεν ξέρει τι υπάρχει μέσα
του, τι μπορεί να συναντήσει κάνεις και τι να περιμένει. Από την πρώτη μέρα που
ήρθα σε αυτό το σπίτι έκανα αυτή τη σκέψη και χωρίς να το θέλω καρφώθηκε στο
μυαλό μου σα σφαίρα.
Έτσι μπορώ να πω
ότι εκείνο το βράδυ που πήγα να κλείσω το παράθυρο και έβγαλα το χέρι μου
αναζητώντας το παντζούρι δεν ξαφνιάστηκα τόσο άμεσα όταν ένιωσα κάτι να με
αγγίζει. Η πρώτη σκέψη ήταν ότι ναι, νάτο ήρθε επιτέλους, είναι αυτό που
περίμενες τόσο καιρό. Ακαριαία όμως η δεύτερη αυτόματη σκέψη ήταν η απόλυτη
φρίκη ο τρόμος και το σύγκρυο καθώς ένιωθα τον καρπό μου να σφίγγεται από ένα
παγωμένο χέρι που τα νύχια του έσκαβαν μέσα στο δέρμα μου.
Δεν μπορώ να
περιγράψω τη φρίκη και έναν έντονο πόνο στο στήθος να με χτυπάει καθώς
προσπάθησα να τραβήξω το χέρι μου βίαια φωνάζοντας. Το ξερακιανό, με μεγάλα
νύχια χέρι, που με κρατούσε έδειχνε να έχει μεγάλη δύναμη και με τραβούσε προς
τα έξω. Άρχισα χωρίς να το καταλάβω να φωνάζω βοήθεια και με το αριστερό μου
χέρι προσπάθησα να ελευθερώσω το δεξί μου από το βίαιο άγγιγμα ενώ ένιωθα τις
τρίχες στο κεφάλι μου να σηκώνονται όρθιες σαν καρφιά και την ανατριχίλα να διαπερνά
όλο μου το κορμί.
Φώναξα δυνατά όσο
πιο δυνατά μπορούσα σχεδόν ουρλιάζοντας "άσε με". Για μία στιγμή
ένιωσα τις κορφές των κυπαρισσιών να με κοιτούν σκύβοντας προς το μέρος μου πιο
μεγάλα και πιο σκοτεινά από ποτέ. Αστραπιαία το χέρι χαλάρωσε το φρικιαστικό
του σφίξιμο και με έναν απροσδιόριστο περίεργο ήχο, τραβήχτηκε μακριά.
Νιώθοντας ελεύθερο πια το χέρι μου με γρήγορες κινήσεις άρπαξα το δεξί
παντζούρι και το έκλεισα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Έμεινα για λίγο ακίνητος
τρίβοντας τον καρπό μου και κοιτάζοντας το κόκκινο σημάδι που είχε αφήσει η
φρίκη επάνω του.
Δεν μπορούσα να
εξηγήσω με τη λογική αυτό που μου συνέβαινε. Κάθισα στο κρεβάτι ανασαίνοντας
γρήγορα και προσπαθώντας να κάνω την καρδιά μου να ξαναβρεί τους φυσιολογικούς
της ρυθμούς, ενώ προσπαθούσα να αφουγκραστώ τι γινόταν έξω. Τίποτα, κανένας
θόρυβος, μόνο ο αέρας πού για όση ώρα
έζησα αυτή την περιπέτεια είχε σταματήσει. Σκέφτηκα να καλέσω την αστυνομία
αλλά κάτι με απέτρεψε. Στο μυαλό μου είχε χαραχτεί εκείνο το απαίσιο μυστηριώδες
κοκκαλιάρικο χέρι και η δύναμη που είχε ασκήσει πάνω στο δικό μου, ήταν ακόμη
εκεί και την ένιωθα να με σφίγγει ολοκληρωτικά. Δεν μπορώ να θυμηθώ πόσο
κράτησε όλο αυτό αλλά εμένα μου φάνηκε αιώνας. Ο χρόνος σταμάτησε και πίστεψα
για λίγο ότι αυτές είναι οι τελευταίες μου στιγμές.
Οι μέρες πέρασαν
γρήγορα και από τότε δεν μίλησα σε κανέναν για το συμβάν μόνο που αποφάσισα να
μην ξανά ανοίξω αυτό το παράθυρο στην πίσω πλευρά του σπιτιού, εκείνο το
παράθυρο με τη θέα στα σκοτεινά Κυπαρίσσια. Άνοιγα μόνο το τζάμι για να
αερίζεται ο χώρος, το παντζούρι δεν το ξανά άνοιξα ποτέ μέχρι που έφυγα από
αυτό το σπίτι βρίσκοντας να πω μία αληθοφανή δικαιολογία στον ιδιοκτήτη.
Τώρα που γράφω
αυτές τις λέξεις φέρνω μετά από τόσα χρόνια πάλι στο μυαλό μου εκείνη τη
βραδιά. Η μνήμη της φρίκης έρχεται πάλι και πάλι να με συνταράξει και να μου
θυμίσει μία εμπειρία που όμοια της δεν έχω ξαναζήσει και δεν έχω ξανακούσει
ποτέ. Και που εύχομαι μέσα από την καρδιά μου να μην ξαναζήσω ούτε σαν εφιάλτη.
Στο μυαλό μου έρχονται για άλλη μία φορά τα σοφά λόγια του Φρίντριχ Νίτσε.
"Αν κοιτάξεις για πολλή ώρα την άβυσσο, στο τέλος και η άβυσσος θα
κοιτάξει εσένα".
Χάρης Κανάκης
Αυλάκι Πόρτο Ράφτη
9 Ιουλίου 2020.