Ο Χάρης Κανάκης στη φωτογράφιση που έγινε στο studio της Σχολής Μπεχράκη το Σεπτέμβριο του 2014 από τον Κωνσταντίνο Γκίκα. |
«Ένας δίσκος που μπορείς να
ακούσεις ξανά και ξανά». Σκέψεις πάνω
στο δίσκο του Χάρη Κανάκη «My Piano Meditations».
(του συνθέτη
Κωνσταντίνου Λιγνού)
Ακούγοντας τον δίσκο του Χάρη η μνήμη μου
ανέσυρε κάποιους στίχους από τον Γέροντα στην ακροποταμιά του Σεφέρη που
πρωτοδιάβασα στο μακρινό 1975 και για πολλά χρόνια είχα κολλήσει πάνω στο πιάνο
μου με ένα μικρό χαρτάκι:
«Δε
θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί
ετούτη η χάρη.
Γιατί
και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές
που σιγά-σιγά, βουλιάζει
και
την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε
από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι
είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η
ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.»
Το πόσο απλά ή σύνθετα μίλησε ο καθένας από
εμάς όλα αυτά τα χρόνια, είναι μία άλλη, πολύ πονεμένη ιστορία. Ήταν η εποχή
που η στριφνή πολυπλοκότητα και η Τέχνη με το φαγωμένο πρόσωπο απαιτούσαν
επιθετικά την προσοχή μας. Ας γυρίσουμε λοιπόν στο σήμερα και στη δουλειά που
έχουμε μπροστά μας.
Δώδεκα κομμάτια αυτοσχεδιασμού με
διαφορετικές προελεύσεις: πασίγνωστες ελαφρές μελωδίες (Besame mucho, Over the
Rainbow, Singing in the Rain, Misty, ο «Ελαφοκυνηγός»), πρωτότυπα θέματα του
δημιουργού, ένα παλιό ιρλανδικό τραγούδι και ο Εθνικός μας Ύμνος. Όμως… μισό
λεπτό! το πέμπτο και το ενδέκατο track τελειώνουν με ήχους παιγμένους μέσα στις
χορδές του πιάνου. Επίσης, τί είναι αυτά τα περίεργα χαμηλά πνιχτά χτυπήματα
στα οποία καταλήγει το -κατά τα άλλα γλυκύτατο και νοσταλγικό- Danny Boy;
Κάποια άλλα κομμάτια αρχίζουν αντισυμβατικά σε σχέση με τη βασική μουσική
ατμόσφαιρα: το Singing in the Rain και το Meditation GR (πάνω στον Εθνικό
Ύμνο), ξεκινούν με σκόρπιες ψηλές νότες, ενώ και η απλούστατη modal αργή
μελωδία του Lord’s Prayer που κλείνει το δίσκο, αρχίζει αφού ακούσουμε όλα
σχεδόν τα «μοντέρνα» εφέ .
Αυτό το παιχνίδι ανάμεσα στο οικείο, το πιο
προχωρημένο (για κάποιους ακροατές ίσως και «περίεργο»), είναι η βασική αρετή
του δίσκου. Το «απλό» κρύβει και εισάγει το πιο σύνθετο. Από ‘κει και πέρα
μπορεί κανείς να μιλήσει για την σίγουρη πιανιστική τεχνική, την
αυτοσχεδιαστική άνεση και την ευκολία με την οποία εναλλάσσονται οι διαφορετικές
ιδέες.
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να προσθέσει κανείς
κάτι άλλο, πέρα από το ότι το άκουσμα είναι εξαιρετικά ευχάριστο και φιλικό
προς τον ακροατή. Τίποτα περισσότερο, αλλά και τίποτε λιγότερο…
Sit back, listen and enjoy!
Κ.Λιγνός
11
Δεκεμβρίου 2015