Κατέβαινα το απόγευμα με τον ηλεκτρικό για Πειραιά, για καφέ με φίλο αδερφικό. Διαγώνια από μένα καθόταν μια κοπέλα, κορίτσι της διπλανής πόρτας, όπως έχουμε μάθει να λέμε. Είχε το πρόσωπο κρυμμένο στο χέρι της. Βάσανα, σκέφτηκα. Χτυπάει το κινητό της, ήταν μια φίλη της. Μετά τις πρώτες τυπικές κουβέντες, της ζητάει δανεικά 18 ευρώ, για να πάρει ένα ειδικό γάλα σκόνη από το φαρμακείο, για το μωρό. Από τότε που πέθανε η μάνα της της πάνε όλα στραβά, δεν έχει πού αλλού να αποταθεί, μπορεί; Όχι, ε; Καλά, θα δει τι θα κάνει, αν βρει με κάποιον τρόπο, ας την πάρει τηλέφωνο, στο ψυγείο έχει μόνο μπουκάλια με νερό.
Κλείνει το τηλέφωνο, το πρόσωπο στο χέρι, οι ακούσιοι ωτακουστές αποφεύγουμε ο ένας το βλέμμα του άλλου. Στον επόμενο σταθμό, Καλλιθέα νομίζω, σηκώνεται ένας κύριος και, όπως περνάει δίπλα της, της βάζει αστραπιαία ένα εικοσάευρο στο χέρι και σπεύδει να κατεβεί σαν κλέφτης. Για να μην ξεμείνει μέσα; Για να μην προλάβει η κοπέλα να του πει ευχαριστώ; Πρόφτασα και τον είδα, γύρω στα 60, χωρίς κάτι το ιδιαίτερο. Η κοπέλα τινάχτηκε ξαφνιασμένη, έμεινε για λίγο αμήχανη και ξαναγύρισε στην ίδια στάση μέχρι τον Πειραιά. Το εικοσάρι στο χέρι.
Να 'ταν ένα καλοστημένο σχέδιο εξαπάτησης από την πλευρά της κοπέλας; Ποιος ξέρει...Αν ναι, μιλάμε για ερμηνεία Μέριλ Στριπ και άνω. Τι να πω...Όταν, όμως, κάθε μέρα ασφυκτιάς, όπως όλοι μας, από μικροπρέπεια, ιδιοτέλεια και αδιαφορία, ρουφάς με βιαστικές ανάσες το οξυγόνο που σου προσφέρεται. Σ' ευχαριστώ, αδερφέ... Σ' ευχαριστώ για το οξυγόνο και γιατί σήμερα συνάντησα έναν Άνθρωπο.
Από ανάρτηση στο FB στις 5-4-14.