Ο Λορντ Μπάιρον, ή και εξελληνισμένα Λόρδος Γεώργιος-Γκόρντον Βύρων, ήταν Άγγλος ποιητής, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ρομαντισμού και σπουδαίος φιλέλληνας.
Γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου 1788 και ήταν γιος του πλοιάρχου του αγγλικού Βασιλικού Ναυτικού, Τζον Μπάιρον, και της δεύτερης συζύγου του, Κατερίνας. Ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια, εκ της μητέρας του, το γένος Γκόρντον, που ήταν απόγονος του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου του 3ου, πλην, όμως, όταν γεννήθηκε οι γονείς του είχαν ήδη χωρίσει.
Ο μεν πατέρας του είχε διαφύγει στη Γαλλία λόγω χρεών, η δε μητέρα του ξόδεψε μεγάλο μέρος της δικής της περιουσίας για την αποπληρωμή των χρεών. Ο Λόρδος Βύρων γεννήθηκε χωλός (στη δεξιά κνήμη) και τα πρώτα χρόνια διέμενε με την μητέρα του στην περιοχή Άμπερτ, μάλλον φτωχικά, όπου και έμαθε και τα πρώτα του γράμματα.
Στις 19 Μαΐου του 1798 πέθανε ένας θείος του, από τη μητέρα του, ο οποίος του κληροδότησε όλη την περιουσία και τον τίτλο του 9ου Λόρδου της οικογένειας. Έτσι, η ζωή του από τότε άλλαξε. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, αποκτώντας πολύ καλή μόρφωση. Ήταν χαρακτήρας ανήσυχος, παρορμητικός και τυχοδιωκτικός. Έτσι, ξεκίνησε περιοδείες και περιπλανήσεις στη νότια Ευρώπη (Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα, Τουρκία).
Κατά τη διάρκεια, της παραμονής του στην Αθήνα ερωτεύτηκε παράφορα την Θηρεσία, κόρη του Άγγλου προξένου Θεοδώρου Μακρή, στην οποία αφιέρωσε και το ποίημά του «Κόρη των Αθηνών» (1809).
Το 1812 εκφώνησε λόγο στη Βουλή των Λόρδων και δημοσίευσε το έργο του «Τσάιλντ Χάρολντ», το οποίο τον έκανε διάσημο. Ο χωρισμός του από τη σύζυγό του, Άννα Ισαβέλλα Μίλμπαγκ, προκάλεσε σκάνδαλο και έντονες συζητήσεις για ομοφυλοφιλικές του τάσεις, πράγμα που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την Αγγλία το 1816. Στην αρχή, εγκαταστάθηκε στην Ελβετία και μετά στην Ιταλία, όπου υποστήριξε ενεργά το φιλελεύθερο κίνημα των Ιταλών πατριωτών.
Το 1823 κατευθύνεται, ύστερα από παρότρυνση των Άγγλων κεφαλαιούχων, που ενδιαφέρονταν για σύναψη δανείων με την ελληνική κυβέρνηση, προς την Ελλάδα, σταματώντας στην Κεφαλλονιά, όπου παρέμεινε για έξι μήνες στην οικία του κόμη Δελαδέτσιμα, φίλου του Μαυροκορδάτου.
Τελικά, αν και αρχικός προορισμός του ήταν ο Μοριάς, εγκαθίσταται στο Μεσολόγγι, όπου έρχεται σε επαφή με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο και υποστηρίζει οικονομικά. Εν τω μεταξύ, έχει σχηματίσει ιδιωτικό στρατό από 40 Σουλιώτες, υπό τους Δράκο, Τζαβέλλα και Φωτομάρα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν από τους πρώτους που συνειδητοποίησαν τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε η σύναψη δανείου στην περίπτωση που αυτό χρησιμοποιείτο όχι για εθνικούς σκοπούς, αλλά για πολιτικές διαμάχες.
Απεβίωσε στις 07 Απριλίου του 1824 ύστερα από πυρετό. Το πένθος για τον θάνατό του ήταν γενικό και ο Διονύσιος Σολωμός συνέθεσε μακρά ωδή στη μνήμη του. Η καρδιά του ενταφιάστηκε στο Μεσολόγγι.
Προς εκδήλωση του πένθους στο Μεσολόγγι ρίχτηκαν 37 κανονιοβολισμοί από την ανατολή του ηλίου και μία κάθε λεπτό.
Από τα έργα του τα πιο γνωστά είναι:
«Τσάιλντ Χάρολντ»
«Δον Ζουάν»
«Μάνφρεντ»