Περικλής Κοροβέσης 20 Ιουλίου 1941 - 11 Απριλίου 2020
Δύο χρόνια χωρίς τον Περικλή Κοροβέση.
Ο κόσμος μας έγινε φτωχότερος.
''Ήμουν πάντα με την Εύα, που δεν δέχτηκε τον μισό Παράδεισο που της δόθηκε αλλά τον διεκδίκησε ολόκληρο, γι’ αυτό και δάγκωσε το Απαγορευμένο Μήλο.''
"Σηκώνομαι συνήθως κατά τις 11 γιατί κοιμάμαι αργά.
Διαβάζω λίγο, ενημερώνομαι, κρατάω τη γριά τής, συντρόφου μου, Μαρίας και το απόγευμα πάω παραδίπλα, σε μια γκαρσονιέρα που μου άφησε η μητέρα μου.
Είναι η προσωπική μου ''γιάφκα''.
Εκεί γράφω, εκεί σκέφτομαι.
Τα βράδια, όλο σε κάποια εκδήλωση, συζήτηση ή μάζωξη θα πάω,
από αυτές που κοιτάνε να συμμαζέψουν το σκορποχώρι της Αριστεράς, ίσως δω και κάποια παράσταση.
Άλλοτε, πάλι, μένω μέσα απολαμβάνοντας ένα καλό βιβλίο, τη μουσική και το ποτό μου.
Πιστεύω πως πρέπει να κουβεντιάζουμε με όλους όσους έχουν τη δυνατότητα του επιχειρήματος, χωρίς να λαμβάνουμε υπ' όψιν μας τις φιλοσοφικές, θρησκευτικές και ιδεολογικές τους αναφορές.
Σε ένα διάλογο μετράει πάντα το επιχείρημα και ο ορθός λόγος.
Κατά το πρότυπο της Αθηναικής Δημοκρατίας, που έπαιρνε το λόγο όποιος τον ήθελε.
Όταν με ρωτούν ποιο από τα 15 βιβλία σας είναι το καλύτερο, δεν ξέρω τι να απαντήσω αν και κατά βάθος ξέρω, πως το καλύτερο είναι αυτό που δεν έχω γράψει ακόμα και το 'χω στο μυαλό μου.
Ένα βιβλίο έχει πολύ κόπο για το συγγραφέα του.
Κάνει μια δουλειά που κανείς δεν τη ζήτησε, είναι δύσκολο να πληρωθεί, και είναι αμφίβολο αν θα βρεθεί κάποιος να τον διαβάσει.
Αν οι ''Ανθρωποφύλακες'' έχουν μπει στην πέμπτη δεκαετία τους και βρίσκονται ακόμα στα ράφια των βιβλιοπωλείων, δεν οφείλεται στο ταλέντο του συγγραφέα, αλλά στο γεγονός πως είναι η μεγάλη περιπέτεια του νέου ανθρώπου, που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα.
Θα έλεγα στον νεαρό Κοροβέση του 1960, αν ήθελε να με ακούσει, γιατί μπορεί μες στη θρασύτητα της νιότης του να μην ήθελε να κουβεντιάσει μ' έναν γέρο, ότι''σημασία στη ζωή δεν έχει πως την αρχίζεις, αλλά πως την τελειώνεις''.
Κι αν, αγόρι μου, κάνεις κάτι καλό τώρα, μη βιαστείς να βγάλεις συμπεράσματα.
Το οριστικό συμπέρασμα βγαίνει στο κρεβάτι του θανάτου.
Ποτέ μη χάνεις την πίστη σου στου ανθρώπους, όσο κι αν σ' έχουν απογοητεύσει.
Αν συνέβη αυτό, απλώς δε γνώρισες ακόμα τους σωστούς.
Άμα ψάξεις, θα βρεις τέτοιους όπου Γης και άμα πια δυσκολευτείς πολύ, σκέψου μήπως εσύ, τελικά, δεν είσαι ο σωστός και γι' αυτό διαλέγεις τους λάθος;
Είμαι φτωχός σε υλικά αγαθά, πλούσιος όμως πολύ σε εμπειρίες.
Έζησα ανοιχτά, ελεύθερα, σύμφωνα με τις επιθυμίες μου, δίχως εξαναγκασμούς και συμβιβασμούς.
Χάρηκα το διάβασμα, τη γραφή, τον έρωτα, τη δράση, τη δημιουργία.
Ταξίδεψα, ξενιτεύτηκα, έκανα δυο γάμους κι ένα γιο,ζω 20 χρόνια τώρα αγαπημένα με τη Μαρία.
Τελώ σε έναν διαρκή ενθουσιασμό.
Μπορώ να πω, λοιπόν, ότι ναι, την ευχαριστήθηκα τη ζωή μου".
"Μερικές φορές, βαθιά τη νύχτα, με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, έρχονται κάποιες στιγμές που η ψυχή μου γεμίζει ουράνια τόξα.
Όχι σημαντικά πράγματα.
Μικρές στιγμές που τους χρωστάω ένα μεγάλο ευχαριστώ:
Σε σένα κυρ Μανώλη στην Αθηνάς, όταν σου ζήτησα δουλειά.
Είπες: "δεν έχω ανάγκη από κάποιο παιδί" αλλά με πήρες στη δουλειά σου, γιατί είχα ανάγκη εγώ.
Και έτσι μπόρεσα και τέλειωσα το νυχτερινό.
Στους δυο μπάτσους την εποχή της χούντας, όταν ρίχναμε προκηρύξεις στον κινηματογράφο Εκράν.
Και μας είπαν:
"Τί κάνετε, ρε κωλόπαιδα; Πάρτε δρόμο πριν σας γαμήσουμε".
Και μας άφησαν ξέροντας πως θα ξαναρίξουμε προκηρύξεις. Γλιτώσαμε έτσι βασανιστήρια και φυλακίσεις.
Στον περιπτερά, τον κυρ Κώστα, που μου έδινε την Αυγή τυλιγμένη στα Νέα.
Μετά από χρόνια έμαθα πως τα γεμιστά μπισκότα Παπαδοπούλου που μου έφερνε η μάνα μου στις Φυλακές Αίγινας ήταν δικά του.
Αλλά δεν ήθελε να το μάθει κανείς.
Ακόμα έχω τη θύμηση μιας γλύκας στην ψυχή και στο στόμα.
Και τώρα σε σένα Ίνγκριντ, στο προαστιακό τρένο στη Στοκχόλμη, που με είδες να τουρτουρίζω σε θερμοκρασία είκοσι υπό το μηδέν.
Είδες τα ρούχα μου και με λυπήθηκες.
Με μάζεψες, με πήγες σπίτι σου, εμένα το λαθρομετανάστη, που εξ ορισμού ήμουν επικίνδυνος.
Με τάισες, με έπλυνες, μου έδωσες το κρεβάτι σου.
Και με έκανες θρήσκο.
Είπα, "εδώ υπάρχει θεός".
Περικλής Κοροβέσης
Για τον θάνατο είχε πεί : "Ξέρω πως θα είναι ο θάνατος, μια βιαστική μετακόμιση γιατί η χώρα σου έπαψε να υπάρχει πια, έτσι για πλάκα και θα 'χω αφήσει τόσα πίσω μου ιδέες, αποφάσεις για μια άλλη ζωή, εγκαταλείποντας το χώρο που συγκατοικούσα ασφυκτικά με τον Μπαχ.
Οι φίλοι μου θα λείπουν και ένας ακόμη άγνωστος θα μείνει με τους αγνώστους.
Μπορεί και να θυμάμαι τα χέρια σου, τα μάτια σου, την πέτρα που έσκυψες και μάζεψες δίπλα απ' τη θάλασσα.
Γι' αυτό σου λέω ξέρω πως θα είναι ο θάνατος, μια απλή βραδιά όπως οι άλλες..."
Περικλής Κοροβέσης