Στα ήσυχα μονοπάτια της καταπράσινης εξοχής της Κορνουάλλης πέρα από τους διαβάτες, που πάντα σε χαιρετούν και σε καλημερίζουν με χαμόγελο, συναντάς και κάποια παράξενα μνημεία του παρελθόντος. Σχεδόν σε κάθε πεζοπορική διαδρομή και μάλιστα στα πιο απομονωμένα, ήσυχα και όμορφα σημεία της, που μπορεί να είναι πάνω στην όχθη μιας λίμνης, μέσα σε ένα δάσος ή σε μια απόκρημνη ακτή που αντικρίζει την μανία και την αειθαλή ζωντάνια του ωκεανού, υπάρχουν μικρά ξύλινα παγκάκια. Αυτά τα μικρά μνημεία είναι ενθυμήματα σε αγαπημένα πρόσωπα που έφυγαν από τη ζωή. Κάθε ένα εξ αυτών, αντί για ταυτότητα, έχει στη ράχη του μια μικρή χρυσή ταμπέλα χαραγμένη με μια αφιέρωση σε λατρεμένους συντρόφους που έφυγαν, σε εραστές της θάλασσας που τους πήρε για πάντα στην σκοτεινή αγκαλιά της, σε παιδιά που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν αλλά αγαπήθηκαν πολύ και σε γονείς που άφησαν μια γλυκιά ανάμνηση κι ένα δυσαναπλήρωτο κενό στις καρδίες των απογόνων που τους το αφιέρωσαν.
Κάθε φορά που συναντάς ένα τέτοιο ταπεινό παγκάκι γεμίζεις με ανάμικτα συναισθήματα δέους, συγκίνησης και θλίψης που κάνουν την πεζοπορική σου διαδρομή να αποκτήσει έναν υπερβατικό χαρακτήρα. Ξαφνικά το σιωπηλό μονοπάτι γεμίζει από αόρατους διαβάτες του παρελθόντος που βρίσκονται στο ίδιο σημείο που βρίσκεσαι κι εσύ και ατενίζουν την ομορφιά του ίδιου τοπίου, η μόνη διαφορά του οποίου είναι ότι κάποτε εκεί δεν υπήρχε αυτό το παγκάκι. Τότε συνειδητοποιείς ότι η θέα αυτού του ξύλινου μνημείου δεν είναι το τοπίο αλλά το επέκεινα.
Ίσως το πιο περίεργο συναίσθημα είναι ότι από τον φόβο βεβήλωσης της μνήμης αυτού στον οποίο είναι αφιερωμένο, το πλησιάζεις με δισταγμό μην μπορώντας να περάσεις τον αόρατο τοίχο και να θαυμάζεις το τοπίο καθισμένος πάνω στις ξύλινες μνήμες άλλων ανθρώπων. Είναι αυτός ο σεβασμός που σε κάνει, όταν πια πάρεις την απόφαση να το τολμήσεις, να κάτσεις με την ίδια ευλάβεια που κάθονται οι θρησκευόμενοι στα στασίδια της εκκλησίας. Όμως ακόμα και τότε μια ασυνείδητη προσταγή σε εμποδίζει να κάτσεις στο μέσον τους. Πάντα η θέση που διαλέγεις είναι στην άκρη τους για να αφήσεις χώρο να κάτσουν παρέα σου εκείνος που έφυγε και δίπλα του τα αγαπημένα του πρόσωπα που με τόσο συναισθηματικό νόστο και αγάπη έδωσαν στους διαβάτες μια ευκαιρία να ξεκουραστούν και να αναλογιστούν την ίδια τους τη μοίρα μέσα από ένα ταξίδι στο χρόνο μέσω του χώρου. Ακούς σιωπηλά τις μνήμες που έδεσαν τις ζωές αυτών των ανθρώπων και οι ψίθυροι τους σε κάνουν να μπορείς πλέον να ατενίζεις σε τέσσερεις διαστάσεις και μαζί με το χώρο και το τοπίο το οποίο τον απαρτίζει, να μπορείς να βλέπεις και στις δυο κατευθύνσεις του χρόνου.
Είναι τέτοιες στιγμές που σε παροτρύνουν να κάνεις την επικίνδυνη διανοητική ακροβασία και το σχεδόν σίγουρο επιστημολογικό ατόπημα, να περάσεις από το μοντέλο μιας μεγαλειώδους φυσικής θεωρίας, στην ερμηνεία της. Στη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας αυτό που υφαίνει το πολύπλοκο υφαντό της Πραγματικότητας είναι οι κοσμικές γραμμές κάθε ύπαρξης. Είναι χαραγμένες πάνω στην απέραντη στασιμότητα του χωροχρονικού συνεχούς και το μόνο που μπορεί να δώσει συντεταγμένες σε αυτό το χάος είναι το γεγονός της συνάντησης δυο τέτοιων κοσμικών γραμμών. Η συνάντηση σου με αυτά τα παγκάκια είναι σαν μικροί σηματωροί φάροι σε μια, κατά τα άλλα, παγωμένη και απέραντη θάλασσα γεγονότων. Οι συντεταγμένες, τα ονόματα και τα επώνυμα δεν στοιχειωθετούν ταυτότητες αλλά σηματοδοτούν τετριμμένους διαχωρισμούς συνδιασμών ποιοτήτων που είναι νομοτελιακά αναπόφευκτα αποκυήματα της τυχαιότητας. Η χρονική διαδοχή τους είναι μια απλή ψευδαίσθηση του θεατή που παρακολουθεί μια ταινία το μοντάζ της οποίας δεν έγινε «κάποτε» αλλά ήταν πάντα η πεμπτουσία μιας ύπαρξης που δεν πέρασε ποτέ από μια διαδικασία γέννησης.
Στις αρχές του περασμένου αιώνα, ο Ludwig Wittgenstein που ήταν ο κύριος εκφραστής του Λογικού Θετικισμού, του Γνωσιολογικού ρεύματος του Κύκλου της Βιέννης, προσπάθησε με το μνημειώδες έργο του Tractatus Logico Philoshophicus, να αποκρυσταλλώσει κανόνες για την ορθή χρήση της γλώσσας με σκοπό την εξασφάλιση της ορθότητας της συμπερασματολογίας που βασίζονταν σε αυτή. Το ποιο συγκλονιστικό αυτής λογικό-φιλοσοφικής πραγματείας ήταν το τέλος της που σαν το φίδι που τρώει την ουρά του, ουσιαστικά αποδομούσε όλη την προηγούμενη ανάλυση. Σε πολύ ελεύθερη μετάφραση το έργο του Wittgenstein τελείωνε με την φράση: «Αυτό που Είναι πραγματικά δεν μπορεί να ειπωθεί με λόγια».
Η δύναμη της Τέχνης είναι ότι μπορεί μέσα από τους ήχους και τις εικόνες να μιλήσει στο μαζικό ασυνείδητο που είναι άλαλο αλλά όχι ά-λογο και να ξεπεράσει τους περιορισμούς στους οποίους αναφέρεται ο Wittgenstein. Γι’αυτό αν κάποιος με ρωτούσε γι’αυτά τα ξύλινα παγκάκια το πρώτο που θα σκεπτόμουν να του πω θα ήταν οι στίχοι από το υπέροχο τραγούδι του Γιάννη Αγγέλακα «Καινούργια Ζάλη»:
Ο χρόνος είναι ο χειρότερος γιατρός
Σε καίει, σε σκορπάει και σε παγώνει
Μα εσυ σε λίγο δεν θα βρίσκεσαι εδώ
Κάποιοι άλλοι θα παλεύουν με τη σκόνη.
Θέλεις ξανά ν’αποτελειώσεις μοναχός
‘Ένα ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει
Κάτω από τα ρούχα σου ξυπνάει ο πιο παλιός θεός
Μες τις βαλίτσες σου στριμώχνονται όλοι οι δρόμοι.
https://www.youtube.com/watch?v=cGzdTQUiX04
… γιατί τελικά δεν είμαστε ταξιδιώτες στο Χρόνο αλλά θεατές του Χρόνου.
Αντώνης Αρκάς (Κορνουάλλη Μ. Βρετανία 16-3-17)