Ζούσε συντροφιά με τη νεκρή κόρη της.
Ερωτεύθηκε έναν ληστή που έζησε σε άλλη εποχή. Αφησε τη σφραγίδα της
στην Αθήνα με τα κομψά της αρχιτεκτονήματα. Απέκτησε δικό της σταθμό στο
Μετρό. Η Δούκισσα της Πλακεντίας αφήνει τον μύθο πίσω της και
αποκαλύπτεται σε έκθεση- αφιέρωμα στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο
Ηταν η πλουσιότερη γυναίκα της Αθήνας - πιο ευκατάστατη και από τον βασιλιά Οθωνα. Ντυμένη στα λευκά, διαφέντευε αρχιτέκτονες και μαστόρους. Αγόραζε και πωλούσε οικόπεδα στην Αττική με ταλέντο που θα ζήλευε και ο καλύτερος μεσίτης. Δάνειζε χρήματα με τόκο. Υποστήριξε και εν συνεχεία μίσησε τον Καποδίστρια όσο λίγοι.
Η ζωή της υπήρξε πολυτάραχη και η φήμη της μεγάλη. Ο μύθος που την ακολουθεί δύο αιώνες αργότερα είναι ακόμη μεγαλύτερος. Ποια ήταν όμως στην πραγματικότητα η Σοφί ντε Μαρμπουά Λεμπράν, την οποία οι περισσότεροι γνωρίζουμε ως Δούκισσα της Πλακεντίας; Το αληθινό πρόσωπο της γυναίκας που γεννήθηκε στην Αμερική, παντρεύτηκε γάλλο δούκα, στρατηγό του Ναπολέοντα και κινούμενη από φιλελληνικά αισθήματα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα θα επιχειρήσει να αποκαλύψει η έκθεσηαφιέρωμα στη Δούκισσα της Πλακεντίας που εγκαινιάζεται στις 16 Δεκεμβρίου στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, το οποίο στεγάζεται εν μέρει στο μέγαρό της, τη Villa Ιlissia.
«Πρόκειται για μία γυναίκα με ισχυρή προσωπικότητα την οποία δεν κατανοούσαν οι άνθρωποι της εποχής της, με αποτέλεσμα γρήγορα η παρουσία της να λάβει διαστάσεις αστικού μύθου» εξηγεί στα «ΝΕΑ» η Ελένη Μάργαρη, επιμελήτρια της έκθεσης για τη ζωή της γυναίκας που ντύθηκε με αναρίθμητους θρύλους, έγινε λαϊκό ανάγνωσμα, ηρωίδα μυθιστορημάτων και ταινία.
Από Κυρία των Τιμών στην αυλή της αυτοκράτειρας Μαρί- Λουίζ (δεύτερης συζύγου του Ναπολέοντα) η Σοφί ντε Μαρμπουά επέλεξε να έρθει στην Αθήνα των μέσων του 19ου αι. με τα χαμόσπιτα και τους αδιέξοδους λαβυρινθώδεις δρόμους, αφού ήδη είχε μυηθεί στον φιλελληνισμό στα σαλόνια όπου σύχναζε με τον Βίκτορα Ουγκώ και τον Αλφόνσο ντε Λαμαρτίν και ήδη είχε προσφέρει 44.000 φράγκα υπέρ των Ελλήνων (αργότερα χρηματοδότησε την εκπαίδευση άπορων κορασίδων και την επανέκδοση των «Ελληνικών Χρονικών»). Κίνηση αλλόκοτη ίσως για τα μάτια των συγχρόνων της, όχι όμως και για την ίδια που ήδη είχε δημιουργήσει σκάνδαλα στο Παρίσι καθώς τσακωνόταν δημοσίως με τον σύζυγό της.
Από την Αθήνα η Δούκισσα- τίτλος που είχε απονεμηθεί στον πεθερό της από τον Ναπολέοντα - θα φύγει όταν θα διαφωνήσει με τον Καποδίστρια επειδή δεν θέσπιζε Σύνταγμα, τον οποίο κάποτε λάτρευε. Θα δικαιώσει δε μέσα από τα γραπτά της τους δολοφόνους του, μιλώντας «για πράξη δικαιοσύνης», όπως μαρτυρούν κείμενα και επιστολές που μαζί με έργα τέχνης, εφημερίδες εποχής, σχέδια και βιβλία συνθέτουν το βασικό υλικό της έκθεσης- περίπου 40 κομμάτια- καθώς «δεν μας έκανε τη χάρη η Δούκισσα να πει πολλά. Δεν άφησε ούτε διαθήκη, με αποτέλεσμα τα πράγματά της να έχουν διασκορπιστεί» λέει η Ελένη Μάργαρη.
Ο μύθος γύρω από το όνομά της θα αρχίσει να φουντώνει όταν επιστρέφοντας στην Αθήνα από το ταξίδι της στη Συρία στις αποσκευές της θα φέρει το ταριχευμένο σώμα της κόρης της, Ελίζας. Αποτραβηγμένη στο σπίτι της, στην οδό Πειραιώς, παρίστανε πως η κόρη της ζούσε και τα βράδια κατέβαινε στο υπόγειο για να συζητήσουν. Το τραγικό φινάλε θα γραφεί το 1847 όταν το σπίτι θα παραδοθεί στις φλόγες και μαζί η σορός της Ελίζας.
Η δραστήρια Δούκισσα άρχισε να παραξενεύει. Δεν σταματά όμως τις δραστηριότητες. Παραδίδει μαθήματα Γαλλικών. Χτίζει τη Villa Ιlissia, το Καστέλο της Ροδοδάφνης και τα κτίρια Μaisonette, Ρlaisance και Τourelle στην περιοχή της Πεντέλης. Η Ροδοδάφνη και η Τourelle έμειναν ημιτελείς, καθώς η Δούκισσα φοβόταν πως αν ολοκλήρωνε όλες τις οικοδομές θα πέθαινε...
Η εκκεντρική για τους Αθηναίους της εποχής προσωπικότητα της Δούκισσας εξακολουθούσε να προκαλεί δέος σε συνδυασμό με τις επιχειρηματικές δράσεις, την καταγωγή και τη μόρφωσή της. «Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής μετέφερε με αγανάκτηση στα απομνημονεύματά του το ανεξήγητα φτωχό γεύμα που παρέθεσε σ΄ εκείνον και σε άλλους καλεσμένους της, μετά το οποίο φοβήθηκε μήπως “εξ ασιτίας φθάσωμεν νεκροί εις Αθήνας”» επισημαίνει ο επιμελητής του Μουσείου Στάθης Γκότσης, ο οποίος φρόντισε και το ημερολόγιο του Μουσείου που είναι αφιερωμένο στη Δούκισσα.
Ο μύθος της όμως έφθασε στο απόγειό του όταν η Δούκισσα βρέθηκε όμηρος του ληστή Μπίμπιση. Προτού προλάβει εκείνη να παραδώσει μέσω απεσταλμένου της τα υψηλά λύτρα, οι κάτοικοι της περιοχής έσπευσαν να τη σώσουν καθώς ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής αφού, εκτός των άλλων, είχε πληρώσει για να γίνει το πέτρινο τοξωτό γεφύρι στο ρέμα Χαλανδρίου. Γρήγορα όμως στη λαϊκή συνείδηση ο Μπίμπισης αντικαταστάθηκε από τον περισσότερο γνωστό Νταβέλη ενώ η λαϊκή φαντασία μετέτρεψε την ομηρεία σε παθιασμένο έρωτα. Η Σοφί ντε Μαρμπουά πέθανε το 1854 ενώ φήμες θέλουν να έπασχε από υδρωπικία.
Ηταν η πλουσιότερη γυναίκα της Αθήνας - πιο ευκατάστατη και από τον βασιλιά Οθωνα. Ντυμένη στα λευκά, διαφέντευε αρχιτέκτονες και μαστόρους. Αγόραζε και πωλούσε οικόπεδα στην Αττική με ταλέντο που θα ζήλευε και ο καλύτερος μεσίτης. Δάνειζε χρήματα με τόκο. Υποστήριξε και εν συνεχεία μίσησε τον Καποδίστρια όσο λίγοι.
Η ζωή της υπήρξε πολυτάραχη και η φήμη της μεγάλη. Ο μύθος που την ακολουθεί δύο αιώνες αργότερα είναι ακόμη μεγαλύτερος. Ποια ήταν όμως στην πραγματικότητα η Σοφί ντε Μαρμπουά Λεμπράν, την οποία οι περισσότεροι γνωρίζουμε ως Δούκισσα της Πλακεντίας; Το αληθινό πρόσωπο της γυναίκας που γεννήθηκε στην Αμερική, παντρεύτηκε γάλλο δούκα, στρατηγό του Ναπολέοντα και κινούμενη από φιλελληνικά αισθήματα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα θα επιχειρήσει να αποκαλύψει η έκθεσηαφιέρωμα στη Δούκισσα της Πλακεντίας που εγκαινιάζεται στις 16 Δεκεμβρίου στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, το οποίο στεγάζεται εν μέρει στο μέγαρό της, τη Villa Ιlissia.
«Πρόκειται για μία γυναίκα με ισχυρή προσωπικότητα την οποία δεν κατανοούσαν οι άνθρωποι της εποχής της, με αποτέλεσμα γρήγορα η παρουσία της να λάβει διαστάσεις αστικού μύθου» εξηγεί στα «ΝΕΑ» η Ελένη Μάργαρη, επιμελήτρια της έκθεσης για τη ζωή της γυναίκας που ντύθηκε με αναρίθμητους θρύλους, έγινε λαϊκό ανάγνωσμα, ηρωίδα μυθιστορημάτων και ταινία.
Από Κυρία των Τιμών στην αυλή της αυτοκράτειρας Μαρί- Λουίζ (δεύτερης συζύγου του Ναπολέοντα) η Σοφί ντε Μαρμπουά επέλεξε να έρθει στην Αθήνα των μέσων του 19ου αι. με τα χαμόσπιτα και τους αδιέξοδους λαβυρινθώδεις δρόμους, αφού ήδη είχε μυηθεί στον φιλελληνισμό στα σαλόνια όπου σύχναζε με τον Βίκτορα Ουγκώ και τον Αλφόνσο ντε Λαμαρτίν και ήδη είχε προσφέρει 44.000 φράγκα υπέρ των Ελλήνων (αργότερα χρηματοδότησε την εκπαίδευση άπορων κορασίδων και την επανέκδοση των «Ελληνικών Χρονικών»). Κίνηση αλλόκοτη ίσως για τα μάτια των συγχρόνων της, όχι όμως και για την ίδια που ήδη είχε δημιουργήσει σκάνδαλα στο Παρίσι καθώς τσακωνόταν δημοσίως με τον σύζυγό της.
Από την Αθήνα η Δούκισσα- τίτλος που είχε απονεμηθεί στον πεθερό της από τον Ναπολέοντα - θα φύγει όταν θα διαφωνήσει με τον Καποδίστρια επειδή δεν θέσπιζε Σύνταγμα, τον οποίο κάποτε λάτρευε. Θα δικαιώσει δε μέσα από τα γραπτά της τους δολοφόνους του, μιλώντας «για πράξη δικαιοσύνης», όπως μαρτυρούν κείμενα και επιστολές που μαζί με έργα τέχνης, εφημερίδες εποχής, σχέδια και βιβλία συνθέτουν το βασικό υλικό της έκθεσης- περίπου 40 κομμάτια- καθώς «δεν μας έκανε τη χάρη η Δούκισσα να πει πολλά. Δεν άφησε ούτε διαθήκη, με αποτέλεσμα τα πράγματά της να έχουν διασκορπιστεί» λέει η Ελένη Μάργαρη.
Ο μύθος γύρω από το όνομά της θα αρχίσει να φουντώνει όταν επιστρέφοντας στην Αθήνα από το ταξίδι της στη Συρία στις αποσκευές της θα φέρει το ταριχευμένο σώμα της κόρης της, Ελίζας. Αποτραβηγμένη στο σπίτι της, στην οδό Πειραιώς, παρίστανε πως η κόρη της ζούσε και τα βράδια κατέβαινε στο υπόγειο για να συζητήσουν. Το τραγικό φινάλε θα γραφεί το 1847 όταν το σπίτι θα παραδοθεί στις φλόγες και μαζί η σορός της Ελίζας.
Η δραστήρια Δούκισσα άρχισε να παραξενεύει. Δεν σταματά όμως τις δραστηριότητες. Παραδίδει μαθήματα Γαλλικών. Χτίζει τη Villa Ιlissia, το Καστέλο της Ροδοδάφνης και τα κτίρια Μaisonette, Ρlaisance και Τourelle στην περιοχή της Πεντέλης. Η Ροδοδάφνη και η Τourelle έμειναν ημιτελείς, καθώς η Δούκισσα φοβόταν πως αν ολοκλήρωνε όλες τις οικοδομές θα πέθαινε...
Η εκκεντρική για τους Αθηναίους της εποχής προσωπικότητα της Δούκισσας εξακολουθούσε να προκαλεί δέος σε συνδυασμό με τις επιχειρηματικές δράσεις, την καταγωγή και τη μόρφωσή της. «Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής μετέφερε με αγανάκτηση στα απομνημονεύματά του το ανεξήγητα φτωχό γεύμα που παρέθεσε σ΄ εκείνον και σε άλλους καλεσμένους της, μετά το οποίο φοβήθηκε μήπως “εξ ασιτίας φθάσωμεν νεκροί εις Αθήνας”» επισημαίνει ο επιμελητής του Μουσείου Στάθης Γκότσης, ο οποίος φρόντισε και το ημερολόγιο του Μουσείου που είναι αφιερωμένο στη Δούκισσα.
Ο μύθος της όμως έφθασε στο απόγειό του όταν η Δούκισσα βρέθηκε όμηρος του ληστή Μπίμπιση. Προτού προλάβει εκείνη να παραδώσει μέσω απεσταλμένου της τα υψηλά λύτρα, οι κάτοικοι της περιοχής έσπευσαν να τη σώσουν καθώς ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής αφού, εκτός των άλλων, είχε πληρώσει για να γίνει το πέτρινο τοξωτό γεφύρι στο ρέμα Χαλανδρίου. Γρήγορα όμως στη λαϊκή συνείδηση ο Μπίμπισης αντικαταστάθηκε από τον περισσότερο γνωστό Νταβέλη ενώ η λαϊκή φαντασία μετέτρεψε την ομηρεία σε παθιασμένο έρωτα. Η Σοφί ντε Μαρμπουά πέθανε το 1854 ενώ φήμες θέλουν να έπασχε από υδρωπικία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου