Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

«Ο ένοικος του 102» (Διήγημα τρόμου του Χάρη Κανάκη)

 


        Η πόρτα του δωματίου με τον αριθμό 102 ανοίγει και ο ένοικος βγαίνει με αργά αλλά αποφασιστικά βήματα. Κατεβαίνει τις σκάλες κρατώντας μια τσάντα θαλάσσης και κατευθύνεται προς την έξοδο του ξενοδοχείου. Χαιρετάει τον υπάλληλο ευγενικά και διασχίζει το δρόμο που χωρίζει το ξενοδοχείο από τη θάλασσα. Η ζέστη αφόρητη αναγκάζει τους ανθρώπους να καταφύγουν σε εκείνη. Μία θάλασσα γαλήνια σα λίμνη αφού ο άνεμος έχει μέρες να κάνει την παρουσία του στην περιοχή και ο καυτός ήλιος είναι το μόνο αφεντικό τώρα πια. Τα δέντρα ακίνητα ρίχνουν την παχιά σκιά τους στην αμμουδιά χαρίζοντας λίγη δροσιά στους λουόμενους. Περπατάει με αργό βήμα κοιτάζοντας τους περαστικούς, είναι η τρίτη μέρα που βρίσκεται σε αυτή την παραθαλάσσια κωμόπολη. Μόνος όπως κάνει πάντα στις διακοπές του απολαμβάνει για λίγες μέρες τη θάλασσα σε ένα γαλήνιο ήρεμο μέρος χωρίς πολύ κόσμο και μακριά από την πρωτεύουσα που τον πνίγει. Με επιδέξιες κινήσεις αφήνει το σάκο του στην αμμουδιά και στρώνει την ψάθα πάνω στην καυτή άμμο. Βγάζει το t-shirt, το καπέλο και τα γυαλιά και χωρίς καθυστέρηση κατευθύνεται προς τη θάλασσα. Περπατάει με αποφασιστικότητα μες στο νερό χωρίς καμία καθυστέρηση, βουτάει και αφήνει το κορμί του να παραδοθεί στη μεγάλη γαλάζια απεραντοσύνη της. Με επιδέξιες κινήσεις ξανοίγεται και  γρήγορα βρίσκεται πολύ βαθιά πέρα από τις κίτρινες σημαδούρες που οριοθετούν την κολυμβητική περιοχή. Βουτάει και ξανά βουτάει στα καθαρά και διαυγή νερά απολαμβάνοντας τη δροσιά και τα γαλήνια βάθη. Σε κάθε βουτιά αντικρίζει τον υποθαλάσσιο κόσμο σαν να είναι το σπίτι του. Η γαλήνη και η ηρεμία που τον πλημμυρίζουν είναι ό,τι ωραιότερο έχει αισθανθεί, αγαπάει τη θάλασσα όσο τίποτε άλλο. Η ώρα περνά γρήγορα και χωρίς να το καταλάβει έχει βρεθεί πολύ βαθιά σχεδόν στο σημείο που περνούν τα καΐκια όταν φεύγουν για ψάρεμα. Κοιτάζει την ακτή και αναρωτιέται πόσο μακριά βρίσκεται. Ο ήλιος καυτός τον κοιτάζει από ψηλά και στέλνει τις ακτίνες του σκορπίζοντας παντού χρώμα.

   Μία τελευταία βουτιά και αποφασίζει να επιστρέψει στην ακτή. Με τα μάτια ανοιχτά όπως πάντα αντικρίζει στα βαθιά κάτι που του τραβάει την προσοχή για πρώτη φορά. Μοιάζει να είναι μία τεράστια αποικία από πολύ μακριά σκοτεινά φύκια. Έχοντας ξαναβουτήξει όμως σε αυτό το σημείο δεν θυμάται άλλη φορά να έχει δει κάτι τέτοιο. Συνεχίζει την κατάδυση ώσπου νιώθει στο αριστερό του πόδι ένα ανατριχιαστικό άγγιγμα. Γυρίζει απότομα να κοιτάξει και δεν βλέπει τίποτα, αποφασίζει να αναδυθεί. Ξεκουράζεται για λίγο και προσπαθεί να καταλάβει τι ήταν αυτό που τον άγγιξε. Κοιτάζει γύρω του βάζει το κεφάλι του κάτω από την επιφάνεια του νερού ψάχνοντας γύρω του αλλά τίποτα. Αποφασίζει να επιστρέψει. Κινείται γρήγορα με επιδέξιες κινήσεις όμως η απόσταση που έχει να διανύσει φαντάζει όλο και μεγαλύτερη. Ένα ρίγος τον διαπερνά καθώς συνειδητοποιεί ότι από κάτω του το χρώμα του βυθού έχει αλλάξει. Ένα σκούρο μαύρο χρώμα έχει απλωθεί κάτω από το σώμα του και επεκτείνεται με μεγάλη ταχύτητα στο γύρω χώρο. Δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει, συνεχίζει όμως να κολυμπά επιταχύνοντας προς την ακτή. Ξαφνικά νιώθει σε όλο του το σώμα κάτι να τον αγγίζει. Κάτι γλοιώδες σαν πλοκάμι πού κινείται με μεγάλη επιδεξιότητα. Την ανατριχίλα διαδέχεται ο πανικός και κάθε αίσθηση του είναι σε έξαψη. Για μία στιγμή σκέφτεται να φωνάξει βοήθεια όμως εντελώς αναπάντεχα νιώθει τεράστια πλοκάμια μαζί με γιγάντια φύκια να τυλίγουν το σώμα του και να τον τραβούν στο βυθό. Μία πνιχτή κραυγή βγαίνει από το στόμα του καθώς βυθίζεται κάτω από την επιφάνεια του νερού. Παλεύει απεγνωσμένα να ξεφύγει, αγωνίζεται με κάθε κύτταρο του οργανισμού του. Ο τρόμος ανεβάζει επικίνδυνα τους παλμούς της καρδιάς που την αισθάνεται έτοιμη να βγει από το στήθος του. Το αίμα κυλά γρήγορα στις φλέβες του και η αδρεναλίνη του θολώνει το μυαλό.

   Τα αυτοκίνητα συνεχίζουν να περνούν αργά επάνω στο δρόμο που χωρίζει το ξενοδοχείο με την ακτή και τα δέντρα ακίνητα ρίχνουν τη σκιά τους στους ανυποψίαστους ανθρώπους. Κανένας τους δεν έχει καταλάβει τίποτα. Μερικά λεπτά περνούν και ξαφνικά ένα περίεργο πλάσμα αρχίζει να βγαίνει από τη θάλασσα. Μία αλλόκοτη ύπαρξη που θυμίζει άνθρωπο που όλο του το κορμί είναι καλυμμένο με ανατριχιαστικά τεράστια φύκια από την κορφή ως τα νύχια. Μία γυναίκα ουρλιάζει με φρίκη καθώς τον κοιτάζει να βγαίνει αργά-αργά από τη θάλασσα. Ο πανικός μεταδίδεται σε δευτερόλεπτα σε όλη την παραλία. Κάποια παιδάκια φωνάζουν δυνατά τρομαγμένα και οι μανάδες τρέχουν να τα μαζέψουν πανικοβλημένες. Το πλάσμα κινείται αργά και βγαίνει από τη θάλασσα με μία ανεπαίσθητη βαριά κίνηση σαν να δυσκολεύεται να περπατήσει, αλλά και σαν να υποφέρει. Τα τεράστια σκοτεινά φύκια που είναι ριζωμένα στο δέρμα του τον καλύπτουν και κάνουν το θέαμα ανατριχιαστικό. Δεν φαίνονται μάτια, δεν φαίνεται πρόσωπο δεν φαίνεται σώμα, είναι ένας ανατριχιαστικός όγκος από μαύρα αποκρουστικά φύκια. Συνεχίζει να κινείται διασχίζοντας την παραλία και σε κάποια στιγμή σταματά και στρέφει το βλέμμα του αργά αργά προς τον ήλιο. Τα αυτοκίνητα έχουν σταματήσει και κορνάρουν και οι άνθρωποι ουρλιάζουν τρομοκρατημένοι ενώ τρέχουν προς κάθε κατεύθυνση προσπαθώντας να απομακρυνθούν. Δεν περνούν μερικά δευτερόλεπτα και εμφανίζεται ένα περιπολικό της αστυνομίας. Το πλάσμα γυρίζει το βλέμμα του προς τους αστυνομικούς και απλώνει τα χέρια του ικετευτικά. Προσπαθεί κάτι να πει αλλά κανείς δεν έχει διάθεση να ακούσει. Είναι η στιγμή που ο ήλιος καίει ολοκληρωτικά πάνω από τα κεφάλια όλων και ο ένας από τους δύο αστυνομικούς σημαδεύει με το περίστροφο του το πλάσμα. Του φωνάζει κάτι απειλητικό αλλά το πλάσμα συνεχίζει να κινείται προς το μέρος του με τα χέρια απλωμένα. Τα τεράστια φύκια κινούνται σαν μακριά μαλλιά και κάνουν κάθε του κίνηση ανατριχιαστική. Ο ψυχρός κρότος από το περίστροφο του αστυνομικού είναι το τελευταίο πράγμα που ακούγεται. Το πλάσμα σωριάζεται κάτω και μένει ακίνητο στην καυτή άσφαλτο. Για λίγο δεν ακούγεται τίποτα και αμέσως μετά με αργά βήματα ο αστυνομικός κινείται προς το μέρος του με προτεταμένο το περίστροφο. Όλοι έχουν βουβαθεί, κανείς δεν μιλάει και κοιτούν ακίνητοι, αποσβολωμένοι, τρομοκρατημένοι και άδειοι από σκέψεις.

   Μετά από λίγα λεπτά έρχεται ένα ασθενοφόρο που με δυσκολία προσεγγίζει την περιοχή μία και τα αυτοκίνητα και οι άνθρωποι έχουν κλείσει τελείως το δρόμο. Για λίγο περιεργάζονται με τρόμο το πλάσμα ώσπου κάποιος ρίχνει πάνω του ένα λευκό σεντόνι. Με βιαστικές κινήσεις  μαζεύουν το πτώμα, κλείνουν την πόρτα του ασθενοφόρου και υπό τον ήχο της σειρήνας απομακρύνονται γρήγορα. Οι συζητήσεις δίνουν και παίρνουν. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι έχει συμβεί. Την επόμενη μέρα που γίνονται οι έρευνες σχετικά με το συμβάν δηλώνεται μία εξαφάνιση ενός κυρίου που έμενε μόνος του στο ξενοδοχείο στο νούμερο 102, και κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει τι πραγματικά έχει συμβεί. Οι τοπικές αρχές και ο τοπικός τύπος αποφασίζουν να μη δώσουν έκταση στο γεγονός. Είναι κάτι που θα κάνει πολύ κακό στον τουρισμό της περιοχής. Δεν είναι εποχές για τέτοια. Έπειτα από μερικές μέρες συζητήσεων η τοπική κοινωνία δεν συζήτησε ποτέ ξανά για το γεγονός. Κανείς δεν ήθελε να μιλήσει για εκείνη την παράξενη μέρα που ο καύσωνας είχε ταλαιπωρήσει τόσο πολύ τους ανθρώπους. Σαν να ήταν μία παραίσθηση μία ομαδική υστερία σαν να ήταν ένα γεγονός που δεν έγινε ποτέ. Κανένας δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει τι πραγματικά έγινε. Το πλάσμα πήγε στα εργαστήρια της αστυνομίας για έρευνα όμως ακούστηκε ότι εντελώς ξαφνικά εξαφανίστηκε και κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει τι απέγινε.

Όταν έφυγε εκείνο το ατέλειωτο καλοκαίρι, οι άνθρωποι δέχτηκαν με μεγάλη χαρά τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου. Η βροχή ξέπλυνε ανθρώπους, δρόμους, κτίρια και μνήμες, Εκείνες τις τρομερές μνήμες που έπρεπε να βρεθεί τρόπος να καθαριστούν. Το δωμάτιο με τον αριθμό 102 δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε ποτέ, κλειδώθηκε και έμεινε για πάντα αχρησιμοποίητο. Ποτέ κανένας δεν μίλησε για το συμβάν και πολύ γρήγορα η ζωή στην παραθαλάσσια κωμόπολη επέστρεψε στους κανονικούς της ρυθμούς, με την πλήξη του χειμώνα και τον καύσωνα του καλοκαιριού να τους συντροφεύει.


Χάρης Κανάκης

Καμένα Βούρλα 

1η Αυγούστου 2019

Γενοκτονία Ποντίων 19η Μαΐου 1919 - Ημέρα μνήμης (της Χριστίνας Κωστή)

 



Η 19η Μαΐου - Ημέρα μνήμης, Γενοκτονία Ποντίων - είναι η καταραμένη ημέρα για τον Ποντιακό Ελληνισμό.
Είναι η ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ  με το σύνθημα "η Τουρκία στους Τούρκους" έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο των Νεότουρκων για την τελειωτική εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού σε όλο τον Πόντο.
353.000 καταγεγραμμένοι επίσημα νεκροί και άλλοι τόσοι ξεριζωμένοι και διασκορπισμένοι αγνοούμενοι, αποτελούν πάντοτε για τους Πόντιους μια μνήμη στοιχειωμένη στην ψυχή.

Φύγαμε και πήραμε μόνο τις ψυχές μας"

Τι λένε τα γεγονότα: Η Βυζαντινή αυτοκρατορία πεθαίνει ...
Όμως ένα εκλεκτό κομμάτι το Ελληνισμού που ζεί στα βόρεια της Μικράς Ασίας και παρά το ότι η Τραπεζούντα αλώθηκε από τους Οθωμανούς (1461), διατηρεί αναλλοίωτο το φρόνημά του και την βαθιά Ελληνική του συνείδηση.
Άν και μειοψηφία στην περιοχή (35-40%) αποτελούν τον κορμό της προόδου και της οικονομικής ζωής.
Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου έφταναν τις 265.000, το 1880  τις 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα κόντευαν τις 700.000. 
Τα σχολεία  από 100 που ήταν το 1860, το 1919 πλησίασαν τα 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο "Φροντιστήριο της Τραπεζούντας".
Εκτός από σχολεία διέθεταν περιοδικά , εφημερίδες, τυπογραφεία,  θέατρα και λέσχες , τονίζοντας έτσι το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.

Το 1908 , ορόσημο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η οποία παρήκμαζε,  εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων (νεαροί στρατιωτικοί μεταρρυθμιστές ) βάζοντας στο περιθώριο τον Σουλτάνο όχι όμως, απ' ότι στη συνέχεια  αποδείχθηκε, τις πρακτικές του αλλά και εφαρμόζοντας ακόμη πιο ακραίες συμπεριφορές.
Πράγματι οι ελπίδες διαψεύστηκαν . 
Το κίνημα  εξελίχθηκε  σε  ακραία εθνικιστικό εκτοπίζοντας μεγάλο μέρος του Ελληνικού  πληθυσμού στα βάθη της Τουρκίας, όπου οι περισσότεροι πέθαιναν από τις κακουχίες και την πείνα, τις δολοφονίες, τα βασανιστήρια, τις εξορίες .
Με την πρόσκαιρη υποστήριξη του Βενιζέλου το 1919 οι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ΕλληνοΑρμενικό κράτος. 
Το σχέδιο όμως αυτό ματαιώθηκε από τους Τούρκους και τους συμμάχους, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός και στις  19 Μαίου 1919 ξεκινά η χειρότερη φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας από τον Μουσταφά Κεμάλ, με την καθοδήγηση Σοβιετικών και Γερμανών συμβούλων .

Ο Ποντιακός Ελληνισμός δεν κατάφερε να πείσει το Ελληνικό Κράτος να υποστηρίξει μια ένοπλη εξέγερση και με παρέμβαση των "συμμάχων" (όπως δυστυχώς γινόταν πάντα  στη μακραίωνη ιστορία  της πατρίδας μας ) τους  εγκατέλειψε στην τύχη της Κεμαλικής βαρβαρότητας .
Έτσι ξεκίνησε το... "ταξίδι" τους για την Ελλάδα.
Φύγαμε και πήραμε μόνο τις ψυχές μας"

"Πατρίδα μ αραεύω σε,
Άμον καταραμένος,
Σα ξένα είμαι Έλληνας,
Και σην Ελλάδαν ξένος.....".

Οι Πόντιοι όπως και οι Μικρασιάτες αργότερα δεν έτυχαν και της καλύτερης συμπεριφοράς από τους Έλληνες στην Ελλάδα.
Τους χαρακτήρισαν "Τουρκόσπορους"

Οι πρόσφυγες Πόντιοι βρέθηκαν τελείως απομονωμένοι από τον ασφυκτικό επαρχιωτισμό της ελληνικής κοινωνίας παρά το όμαιμον, το ομόγλωσσον και το ομόθρησκον...

"Γιαουρτοβαφτισμένους" τους φώναζαν επίσης υποτιμητικά  κι ο κατεξοχήν ιδεολογικός εκφραστής του αντιβενιζελισμού Γ.Α.Βλάχος στην εφημερίδα "Καθημερινή" τότε αμφισβήτησε και την ελληνικότητά τους.
Ο βασιλιάς και τα κόμματα της δεξιάς πολέμησαν σφόδρα τους Πόντιους, γιατί τους θεώρησαν κομμουνιστές κι ευτυχώς τους προστάτεψε ο Βενιζέλος.

Τους είδαν ως ξένους και τους μίσησαν.
Χαρακτηριστικά ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος κατέγραψε:"Δεν άκουγε κανείς εκείνες τις ημέρες τίποτα άλλο παρά κατάρες στον Βενιζέλο και βλαστήμιες κι εύχονταν μακάρι να τους σφάξει όλους ο Κεμάλ και να μη μείνει ούτε ποδάρι από δαύτους..."

Ασυνείδητοι προμηθευτές, για να πλουτίσουν, προμήθευαν την καραντίνα με βρομερά μακαρόνια, σκουληκιασμένες ελιές, χαλασμένες ρέγκες, σάπια φρούτα.
Σε συνδυασμό με τη δίψα που τους ταλάνιζε, οδηγούσαν τους πρόσφυγες κατευθείαν στο θάνατο.
Μαυραγορίτες πουλούσαν ένα καρβέλι ψωμί έναντι μιας χρυσής λίρας και οι πρόσφυγες, για να μπορέσουν να επιβιώσουν, έδιναν ό,τι χρυσαφικά είχαν επάνω τους.
Ελάχιστα έκανε το Ελληνικό κράτος για να τους εντάξει στην ελληνική κοινωνία.
Ούτε η ηγετική κοινωνική τάξη της εποχής ενδιαφέρθηκε για την τύχη τους.
Αντιθέτως, μέλη της όπως οι μαυραγορίτες, οι λαθρέμποροι, τυχάρπαστοι και αεριτζήδες είδαν τους πρόσφυγες σαν λεία για να γεμίσουν το πουγκί τους.
Αρνητικά τους αντιμετώπισε και ο ντόπιος ελλαδικός πληθυσμός, αλλά και ο ίδιος αυτός πληθυσμός είχε τα τεράστια προβλήματά του μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Έψαχνε το αίτιο αυτής της καταστροφής, και πολλές φορές το εντόπιζε στους πρόσφυγες.
Άλλωστε, ασυνείδητοι πολιτικοί για να καλύψουν τις δικές τους ευθύνες έδειχναν με το δάχτυλό τους προς την κατεύθυνση των προσφύγων"




Με βάση τα στοιχεία της Κοινωνίας των Εθνών τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα πέθανε το 20% των προσφύγων από τις κακουχίες.
19 Μαΐου 1919. Μια ημερομηνία-εφιάλτης για εκατομμύρια Πόντιους του χθες, του σήμερα και του αύριο που συνδέεται όχι μόνο με τη βίαιη αλλαγή της ανθρωπογεωγραφίας του Πόντου, αλλά και τη σχεδιασμένη εξόντωση κάθε ελληνικού και χριστιανικού στοιχείου της περιοχής.
Τα εργαλεία της Γενοκτονίας ήταν προσεκτικά επιλεγμένα και δοκιμασμένα από τους θύτες και τους συνεργούς τους, φυσικούς ή ηθικούς αυτουργούς.
Οι αναγκαστικοί εκτοπισμοί των Ελλήνων από τα παράλια προς την ενδοχώρα της Ανατολίας, οι ατελείωτες πορείες με προορισμό το θάνατο, οι επιθέσεις παραστρατιωτικών ομάδων στα ελληνικά χωριά του Πόντου αλλά και τα τάγματα καταναγκαστικής εργασίας, εξαφάνισαν γενιές και γενιές Ποντίων.
Το προσχεδιασμένο έγκλημα των Νεότουρκων και των Κεμαλικών απέδωσε καρπούς, αφού μέχρι τον Μάρτιο του 1924, 353.000 Έλληνες του Πόντου έχασαν τη ζωή τους και άλλοι τόσοι εκτοπίστηκαν.
Εκτέλεσαν, κρέμασαν, βίασαν, βασάνισαν και απήγαγαν.
Το μαχαίρι δεν έκανε διακρίσεις.
Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, νέοι και ηλικιωμένοι σφαγιάζονται σαν να μην ήταν ζωντανά πλάσματα.
Όσο πιο φρικτός ο θάνατός τους τόσο πιο επιτυχημένοι θεωρούνταν οι φονιάδες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Εξαργύρωσαν τα εγκλήματά τους με χρήματα, αξιώματα, και τις περιουσίες των Ελλήνων.
Και η ανταμοιβή έκανε ευκολότερο το έργο της καταστροφής και εξαφάνισης κάθε ίχνους ελληνικότητας από τις πόλεις και τα χωριά που ευημερούσαν μέχρι τότε, λόγω του δαιμόνιου πνεύματος των Ελλήνων του Πόντου.
Η εντολή ήταν σαφής: Καταστρέψτε καθετί ελληνικό και προστατέψτε την πατρίδα μας από τους Έλληνες και χριστιανούς.
Μια εντολή που όπως αποδείχθηκε υλοποιήθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και επηρέασε και όλους όσοι επέζησαν, αφού απέμειναν πίσω να κλαίνε τους νεκρούς τους και αντιμέτωποι με την απόρριψη της μητέρας πατρίδας.
Μετά την Ανταλλαγή έφτασαν στην Ελλάδα μόνο 190.000 Πόντιοι και αυτοί σε άθλια κατάσταση.
Οι ιστορίες από εκείνη την περίοδο φέρνουν και πάλι δάκρυα στα μάτια.
Οι άνθρωποι έφτασαν στην Ελλάδα και η πατρίδα τους γύρισε την πλάτη.
Ελάχιστοι τους αντιμετώπισαν ως εκδιωγμένους από τα εδάφη τους Έλληνες.
Οι περισσότεροι τους αγνόησαν, τους λιδώρησαν, τους περιθωριοποίησαν.
Ξαφνικά οι Έλληνες του Πόντου και της Μικράς Ασίας από ομογενείς καλλιεργημένοι, μιας άλλης κουλτούρας και σημαντικής οικονομικής επιφάνειας είχαν μετατραπεί σε «βρωμερούς και γεμάτους ασθένειες πρόσφυγες, που ήρθαν στην Ελλάδα για να κάνουν κακό».
Αλήθεια, πόση ντροπή!
Άργησαν οι ντόπιοι να σκεφτούν πως οι άνθρωποι αυτοί όχι μόνο άφησαν πίσω λίπασμα τους νεκρούς τους αλλά στερήθηκαν τη γλώσσα τους, την πατρίδα τους, τον πολιτισμό χιλιάδων ετών που είχαν δημιουργήσει οι πρόγονοί τους και αυτό όχι από επιλογή αλλά επειδή υποχρεώθηκαν.
Το χειρότερο είναι πως ποτέ δεν σκέφτηκαν ότι όσοι επέζησαν ήταν το ίδιο θύματα με εκείνους που πέθαναν.
Είχαν ζήσει τον όλεθρο, είχαν δει το αίμα των ανθρώπων τους να κυλάει και να ποτίζει τα χώματά τους, είχαν στερηθεί το δικαίωμα να γνωρίσουν τους συγγενείς που έμειναν πίσω, είχαν υποχρεωθεί στην ουσία να απαρνηθούν ένα μέρος της ταυτότητάς τους με την ελπίδα ότι κάπως έτσι θα προχωρήσουν. Αλήθεια, πόση ντροπή!
Όμως η ζωή τελικά ξέρει καλύτερα.
Οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν το φονικό τους έργο.
Οι Έλληνες του Πόντου που διασώθηκαν κατάφεραν να σταθούν στα πόδια τους και να κάνουν ξανά προκοπή όπου κι αν τους έριξε η ζωή.
Μπορεί οι ιστορίες τους να είναι γεμάτες πόνο και βάσανα, όμως η ελπίδα είναι εκείνη που ξεχωρίζει.
Η ποντιακή λαλιά, η ορθοδοξία, η αγάπη για εκείνους που ξαφνικά και βίαια αποχωρίστηκαν, οι χοροί και η μουσική κράτησαν όρθιους τους Πόντιους.
Κι αυτό παρά τις… φιλότιμες προσπάθειες πολλών να τους λυγίσουν.
Παρά τις μεγάλες αλλαγές στο πώς αντιμετωπίζεται το Ποντιακό Ζήτημα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, είναι σαφές πως η υπόθεση της διεθνούς αναγνώρισης της Γενοκτονίας έχει μείνει πίσω.
Παρόλο που το κοινό μυστικό δεν είναι πια μυστικό και όλοι γνωρίζουμε πως η Οθωμανική Αυτοκρατορία εκτέλεσε το ειδεχθές σχέδιο της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, το επίσημο ελληνικό κράτος στέκεται με αμηχανία απέναντι στο θέμα.
Και σε αυτό προστίθεται και η πάγια αδυναμία μερίδας των Ποντίων να αφήσει κατά μέρος τη διχόνοια και να εργαστεί για την επίτευξη του ύψιστου σκοπού.
Η πολυπόθητη ενότητα των Ποντίων που όλοι ευαγγελίζονται, για την οποία όλοι κόπτονται αλλά δεν κάνουν βήμα πίσω για να την πετύχουν, είναι το μόνο επιχείρημα που θα πείσει τη διεθνή κοινότητα πως πρέπει επιτέλους 100 χρόνια μετά την έναρξη της δεύτερης φάσης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, να υποχρεωθεί η Τουρκία να αναγνωρίσει το έγκλημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η διεθνής αναγνώριση της Γενοκτονίας είναι εθνική υπόθεση και οι Έλληνες επιτέλους δεν μπορεί να επιλέγουμε άλλο δρόμο παρά εκείνο της εθνικής συνεννόησης.
Οι Έλληνες δεν έχουμε δικαίωμα να ξεχνάμε.




ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ : 19 Μαϊου 1919 - Γενοκτονία των Ποντίων.
Τους 353.000 Πόντιους που δεν έφτασαν στην Ελλάδα λόγω της Κεμαλικής θηριωδίας. 

Τρίτη 18 Μαΐου 2021

Μένης Κουμανταρέας - Γεννήθηκε στις 17 Μαΐου 1931 (της Χριστίνας Κωστή)



 "Ο χρόνος είναι μια εφεύρεση των ανθρώπων. Ένα παιχνιδάκι. Περνάει πάρα πολύ γρήγορα. Είναι σαν τα λεωφορεία που αργούν να έρθουν και τελικά έρχονται πάντα πιο γρήγορα απ' ό,τι τα περιμένεις."

Μένης Κουμανταρέας

Από τους σπουδαιότερους Έλληνες πεζογράφους, γνωστός στο ευρύ κοινό από το μυθιστόρημά του "Η φανέλα με το 9", που μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ο Παντελής Βούλγαρης το 1988.
Ο Αριστομένης Κουμανταρέας γεννήθηκε στις 17 Μαΐου 1931 στην Αθήνα και ήταν γιος του τραπεζικού και χρηματιστή Αντώνη Κουμανταρέα.
Το 1948 έζησε για έξι μήνες κοντά στον αδερφό του πατέρα του στο Λονδίνο, όπου ήρθε σε επαφή με την εκεί πολιτιστική κίνηση.
Τον επόμενο χρόνο αποφοίτησε από το Πρότυπο Λύκειο Αθηνών και τη συνέχεια σπούδασε νομικά και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Βρέθηκε δολοφονημένος στο διαμέρισμά του στην Κυψέλη τα ξημερώματα της 6ης Δεκεμβρίου 2014.
Στις 2 Ιουλίου 2016 το Πρωτοβάθμιο Κακουργιοδικείο επέβαλε ισόβια κάθειρξη στους δύο κατηγορούμενους για την άγρια δολοφονία του.
Μένης Κουμανταρέας
17 Μαΐου 1931 - 6 Δεκεμβρίου 2014

Ο Μένης Κουμανταρέας βρέθηκε νεκρός στις 5 Δεκεμβρίου 2014, με το πρόσωπο γεμάτο μώλωπες και με ρήξη σπλήνας και νεφρού, μέσα στο διαμέρισμά του.
Το πτώμα του αντίκρισαν πρώτοι πάνω, στο κρεβάτι του υπνοδωματίου του, ο σύζυγος της ανιψιάς του και ο στενός φίλος του οι οποίοι μπήκαν στο σπίτι με τη βοήθεια κλειδαρά.
Οι δύο άνδρες τον αναζητούσαν καθώς για αρκετή ώρα δεν είχε δώσει κανένα σημείο ζωής.
Η αστυνομία άρχισε να αναζητεί τους δράστες στον κύκλο των γνωριμιών του συγγραφέα με αξιωματικό της αστυνομίας να αποκαλύπτει, στη συνέχεια, πως το τελευταίο μυθιστόρημα του συγγραφέα με τίτλο «Ο Θησαυρός του Χρόνου» αποτέλεσε οδηγό για την εξιχνίαση της δολοφονίας του.
Στο προφητικό του βιβλίο, είχε συμπεριλάβει όλα όσα χρειάζονταν οι αστυνομικοί για να εστιάσουν τις έρευνές τους: το σπίτι της Κηφισιάς, που ο ίδιος πούλησε μετά το θάνατο της γυναίκας του και τα χρήματα θεωρήθηκαν δέλεαρ για τους δράστες.
Την ειλικρινή, συντροφική σχέση με τη σύζυγο του αλλά και τα «γλυκά ξεπορτίσματά» του στην αθηναϊκή νύχτα.
Ο επί σειρά ετών φίλος και στενός συνεργάτης του πεζογράφου, ο οποίος τον βρήκε νεκρό μετά τα μεσάνυχτα της 5ης Δεκεμβρίου 2014, καταθέτοντας στο πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στο τελευταίο τους ραντεβού το οποίο δεν έγινε ποτέ.
Αυτός ήταν και ο λόγος που τον αναζήτησε το μοιραίο βράδυ στο σπίτι του και όταν δεν πήρε απάντηση επέστρεψε με κλειδαρά, συνοδευόμενος από το σύζυγο της ανιψιάς του πεζογράφου.
«Ο Μένης ήταν νεκρός πάνω στο κρεβάτι.
Το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο και τα χείλη του πρησμένα.
Ακόμα δεν μπορώ να εξηγήσω αυτή τη βαρβαρότητα…» είπε ο μάρτυρας, ο οποίος παραδέχτηκε πως το θύμα είχε σχέση με τον 29χρονο ενώ πρόσθεσε πως συνευρισκόταν και με άλλους ερωτικά: «Ο Στεφάν, όμως, ήταν ο προστατευόμενός του.
Λόγω της αδυναμίας του να βρει δουλειά του έδινε και χρήματα».
Μάλιστα, ο μάρτυρας υποστήριξε πως ο κατηγορούμενος είχε γίνει πολύ απαιτητικός και για το λόγο αυτό ο Μένης Κουμανταρέας είχε προσπαθήσει, στο παρελθόν, να τερματίσει τη σχέση τους.
Σύμφωνα με τον μάρτυρα, ο άτυχος συγγραφέας είχε δεχθεί στο παρελθόν άλλες δύο επιθέσεις και για τη μία από αυτές είχε υποψιαστεί τον κατηγορούμενο Στεφάν.
Το θύμα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του φίλου του, είχε αναγκαστεί να πουλήσει ένα ακίνητο στην Κηφισιά, λόγω της υψηλής φορολογίας και ενός σοβαρού προβλήματος υγείας για το οποίο επρόκειτο να εισαχθεί στο νοσοκομείο, γεγονός που γνώριζε ο 29χρονος.

Από δημοσίευση της Χριστίνας Κωστή στο Facebook

Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

Αντρέι Ταρκόφσκι. Απόσπασμα από το βιβλίο: "Σμιλεύοντας το Χρόνο''

 


Πάντα με εξαγρίωνε η στερεότυπη φράση:

''Δεν τα καταλαβαίνει αυτά ο κόσμος''.

Ποιοι είναι αυτοί που αναλαμβάνουν
να εκφράσουν τη ''γνώμη του λαού'', 
προβαίνοντας σε δηλώσεις
για λογαριασμό του,
σαν να εκπροσωπούν
την πλειονότητα του πληθυσμού;

Ποιοι είναι όλοι αυτοί που ξέρουν
τι καταλαβαίνει ο κόσμος και τι όχι;
Τι χρειάζεται και τι θέλει;

Έκανε κανείς καμιά μελέτη
ή την παραμικρή
ενσυνείδητη προσπάθεια

να ανακαλύψει τα αληθινά
ενδιαφέροντα του λαού,

τον τρόπο σκέψης του,
τις προσδοκίες, τις ελπίδες,
τις απογοητεύσεις του;

Το μόνο που έχει να προσφέρει
ο καλλιτέχνης στο κοινό του,

είναι να μένει ανοιχτός
και να μη συμβιβάζεται
στον αγώνα και στο υλικό του.

Και το κοινό
θα αναγνωρίσει
τον κόπο του.

Αν αποδεχόμαστε άκριτα
το γούστο των θεατών
προσπαθώντας
να τους ευχαριστήσουμε,

σημαίνει απλούστατα
ότι δεν τους σεβόμαστε,
ότι θέλουμε να πάρουμε
μόνο τα χρήματά τους.

Αντί να εκπαιδεύσουμε το κοινό
προσφέροντάς του
εμπνευσμένα έργα τέχνης,

εκπαιδεύουμε τους καλλιτέχνες
πως να εξασφαλίζουν
τα εισοδήματά τους.

Από την άλλη πλευρά,
το κοινό θα εξακολουθήσει
ανενόχλητα και αυτάρεσκα

να πιστεύει πως έχει δίκιο
- πεποίθηση που σπάνια
είναι δικαιολογημένη.

Η αποτυχία μας να αναπτύξουμε
τα κριτήρια του κοινού,

σημαίνει τελικά
ότι το μεταχειριζόμαστε
με πλήρη αδιαφορία.

------------------------------------------------------------------

Αντρέι Ταρκόφσκι

Απόσπασμα από το βιβλίο: "Σμιλεύοντας το Χρόνο'' 

Σώμερσετ Μωμ, «Διακοπές στο Παρίσι» βιβλιοπαρουσίαση.

Εξαιρετική αναγνωστική εμπειρία που προτείνω στους βιβλιόφιλους. Στο «Διακοπές στο Παρίσι», ο Μωμ παρακολουθεί τον νεαρό ήρωά του καθώς έρχε...