Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Διάσημος Σέρβος Δημοσιογράφος, ασκητής στο Άγιο Όρος.


Διάσημος δημοσιογράφος εγκατέλειψε την δουλειά και την οικογένεια του
και αφοσιώθηκε στο Θεό...
μένοντας σε μια σπηλιά στο Αγ. Όρος.
Ο πρώην δημοσιογράφος και νύν μοναχός από την Σερβία μένει το καλοκαίρι στα Καρούλια του Αγίου Όρους και το υπόλοιπο διάστημα σε ένα ξύλινο σπιτάκι, έξω από το στενό σπήλαιο που χωράει μόνο έναν άνθρωπο.
Οι τέσσερις σανίδες και μία κουρελού αρκούν για να κοιμάται, όπως μας είπε.
Ο π.Σεραφείμ, πατέρας ενός 16χρονου κοριτσιού, σπούδασε οικονομικά και στη συνέχεια εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης. «Aυτά που πίστευα στην θρησκεία μου, δεν είχαν καμία σχέση με αυτά που έπραττα ως δημοσιογράφος, δυο αντίθετοι δρόμοι, διαφορετικές αξίες» είπε στο «Αγιορείτικο Βήμα».
“Εδώ προσεύχομαι για την κόρη μου και τη γυναίκα μου, δεν τους εγκατέλειψα. Νοερά είμαι μαζί τους. Ερωτεύτηκα τον Τριαδικό Θεό μας. Έτσι θα ωφεληθούμε όλοι μας” σημείωσε χαρακτηριστικά.
Πανύψηλος και επιβλητικός ο π.Σεραφείμ. ζει ολομόναχος σε ένα απόκρημνο σημείο στα Καρούλια. Ωστόσο όπως λέει «Δεν ζω μόνος, εδώ έχω πολλούς συντροφιά» είπε. Και όταν τον ρώτησαν ΄΄ποιους;΄΄ απάντησε΄΄ τους χιλιάδες αγγέλους που τους βλέπεις μόνο όταν δουλεύεις για την ψυχή και όχι για το σώμα, τη σάρκα την συντηρούμε με κάποια αγαθά που μας προσφέρει ο Πανάγαθος΄΄.
«Μία μέρα δεν είχα απολύτως τίποτα να φάω, και ιδού το θαυμαστό. Βλέπω ένα αετό με πολύ υψηλή ταχύτητα να έρχεται προς τη σπηλιά μου και λέω τώρα θα με πάρει μαζί του… έβαλα κακό λογισμό. Αλλά όσο πλησίαζε διέκρινα ότι κάτι κρατούσε. Ήταν ἐνα ψάρι ολόφρεσκο… Ε με αυτό έβγαλα την ημέρα μου» … υπογράμμισε ο π.Σεραφείμ.

"Αγιορείτικο Βήμα"

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

Τόμας Μπίτσαμ, Mαέστρος (1879 – 1961)


Άγγλος διευθυντής ορχήστρας και ιμπρεσάριος. Μία από τις πιο σημαντικές μουσικές προσωπικότητες της Μεγάλης Βρετανίας και ο πρώτος άγγλος μαέστρος διεθνούς φήμης.

Ο Τόμας Μπίτσαμ γεννήθηκε στην Αγία Ελένη του Λάνκαστερ στις 29 Απριλίου 1879, στους κόλπους μιας φιλόμουσης οικογένειας φαρμακοβιομηχάνων. Ο συνονόματος παππούς του είχε κάνει περιουσία από τα καθαρτικά χάπια, που παρασκεύαζε η εταιρεία του Beecham's Pill (μετέπειτα SmithKline Beecham, σήμερα GlaxoSmithKline). Σπούδασε κατ' ιδίαν μουσική με τους Τσαρλς Γουντ στο Λονδίνο και Μόριτς Μοσκόφσκι στο Παρίσι. Ως διευθυντής ορχήστρας υπήρξε αυτοδίδακτος.

Το 1899 έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως μαέστρος στη γενέτειρά του Αγία Ελένη και τρία χρόνια αργότερα το επαγγελματικό του ντεμπούτο. Το 1906 ο Μπίτσαμ κλήθηκε στο Λονδίνο να διευθύνει τη νεοσυσταθείσα New Symphony Orchestra. Επέλεξε έργα που ταίριαζαν στο γούστο του, αδιαφορώντας για τις προτιμήσεις του κοινού. Πρότεινε έργα ελασσόνων συνθετών του 18ου και 19ου αιώνα, όπως των γάλλων Ετιέν Μεχίλ και Νικολά Νταλεράκ και του ιταλού Φερντινάντο Παέρ. Την εποχή εκείνη ανακάλυψε τη μουσική του Φρέντερικ Ντίλιους, με τον οποίο ανέπτυξε στενή φιλία και αφιέρωσε πολύ χρόνο στην προώθηση του έργου του.

Τη δεκαετία του 1910 ο νεαρός μαέστρος είχε αποξενωθεί από την οικογένειά του, επειδή ο πατέρας του Τζόζεφ είχε κλείσει τη μητέρα του σε ψυχιατρείο, καθώς έπασχε από διανοητικές διαταραχές. Οι δύο άνδρες τα ξαναβρήκαν το 1909, όταν ο πατέρας ανέλαβε την οικονομική υποστήριξη της Beecham Symphony Orchestra, που είχε ιδρύσει ο γιος του με νεαρούς ταλαντούχους μουσικούς, των οποίων η ηλικία δεν ξεπερνούσε τα 25 χρόνια. Η ορχήστρα δεν τράβηξε το ενδιαφέρον του κοινού και σύντομα διαλύθηκε. Τα επόμενα χρόνια ο Μπίτσαμ ασχολήθηκε με την όπερα, είτε ως μαέστρος, είτε ως ιμπρεσάριος, με βάση το Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου. Μετεκάλεσε για πρώτη φορά τα Μπαλέτα Ντιαγκίλεφ κι έτσι το λονδρέζικο κοινό γνώρισε τη μουσική του Στραβίνσκι, αλλά και τις όπερες σπουδαίων ρώσων συνθετών του 19ου αιώνα, όπως των Μουσόργκσκι, Ρίμσκι-Κόρσακοφ και Μποροντίν.

Η έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου δεν ανέκοψε τη μουσική δραστηριότητα του Μπίτσαμ. Συνέχισε να παρέχει την οικονομική του υποστήριξη στις ορχήστρες The Halle του Μάντσεστερ και τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου. Το 1915 σχημάτισε θίασο όπερας (Beecham Opera Company) και περιόδευσε σε όλη τη Μεγάλη Βρετανία. Μετά τον πόλεμο συνέδεσε και πάλι την τύχη του με το Κόβεντ Γκάρντεν. Τη δεκαετία του 1920 εγκατέλειψε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, λόγω οικονομικών προβλημάτων και αφοσιώθηκε στη διεύθυνση ορχήστρας. Γρήγορα απέκτησε διεθνή φήμη, διευθύνοντας σπουδαία ορχηστρικά σύνολα σε ΗΠΑ, Γαλλία και Γερμανία. Το 1932 ίδρυσε τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου (LPO), αναδεικνύοντάς την πολύ γρήγορα σε σπουδαίο συμφωνικό σύνολο με διεθνή καριέρα. Τον ίδιο χρόνο ο Μπίτσαμ επανήλθε στο Κόβεντ Γκάρντεν ως καλλιτεχνικός διευθυντής.

Με την έκρηξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ο Μπίτσαμ μετακόμισε στις ΗΠΑ και στη συνέχεια στην Αυστραλία, όπου συνέχισε τη μουσική του δραστηριότητα. Τον Σεπτέμβριο του 1944 επανήλθε στη Μεγάλη Βρετανία και ανέλαβε εκ νέου τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου για μικρό διάστημα. Το 1946 αποχώρησε για να ιδρύσει τη Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου (RPO), την οποία σύντομα ανέδειξε ως μία από τις κορυφαίες της Αγγλίας. Παρέμεινε μουσικά ενεργός καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '50, διευθύνοντας συμφωνικές ορχήστρες σε πολλά μέρη του κόσμου. Πέθανε στις 8 Μαρτίου 1961, από καρδιακό επεισόδιο, σε ηλικία 81 ετών. Ο Μπίτσαμ νυμφεύτηκε τρεις φορές και απέκτησε τρία παιδιά, τα δύο από τον πρώτο του γάμο και το ένα εκτός γάμου.

Δυναμικός, πολύπλευρος και ακούραστος ιδρυτής σπουδαίων ορχηστρών και δεινός καλλιτεχνικός μπίζνεσμαν, ο βαρωνέτος σερ Τόμας Μπίτσαμ (απέκτησε τον τίτλο ευγενείας από τον πατέρα του) υπήρξε ο πιο προικισμένος μουσικός - μάνατζερ της Μεγάλης Βρετανίας, που όμοιός του δεν έχει εμφανισθεί μέχρι σήμερα, όπως παραδέχονται μουσικοί παράγοντες του νησιού. Το ρεπερτόριό του υπήρξε ευρύ και πολυποίκιλο. Ο Μπαχ δεν του έλεγε και πολλά πράγματα, σε αντίθεση με τον Χέντελ, που φρόντισε να αναδείξει το έργο του. Εκτιμούσε ιδιαίτερα τη μουσική του Χάιντν, του Μπερλιόζ, του Σιμπέλιους, του Σούμπερτ και του Ρίχαρντ Στράους. Για τους συμπατριώτες του συνθέτες δεν έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση, με εξαίρεση τον Ντίλιους. Σε κόντρα βρισκόταν και με πολλούς βρετανούς συναδέλφους του, οι οποίοι του καταλόγιζαν αυταρχικότητα, σε αντίθεση με τους ξένους συναδέλφους του, με τους οποίους διατηρούσε εξαιρετικές σχέσεις και τους οποίους συχνά προσκαλούσε στην Αγγλία για συναυλίες.

Για τον Μπίτσαμ έχουν γραφεί και ειπωθεί πολλές ιστορίες, κάποιες από αυτές επινοημένες, δηλωτικό της έντονης και πνευματώδους προσωπικότητάς του. Το 1978 κυκλοφόρησε το βιβλίο Beecham Stories, με ρήσεις και ανέκδοτα του άγγλου μαέστρου. Μερικά από αυτά:

  • «Μουσικολόγος είναι ο άνθρωπος που μπορεί να διαβάσει μουσική, αλλά δεν μπορεί να την ακούσει.»
  • «Δύο είναι οι προϋποθέσεις για μια καλή συναυλία: η ορχήστρα πρέπει να αρχίζει και να τελειώνει μαζί. Ο κόσμος δεν δίνει δεκάρα για το τι γίνεται στο ενδιάμεσο.»
  • Στη 70η επέτειο των γενεθλίων του ο Μπίτσαμ έλαβε ευχετήρια τηλεγραφήματα από τους Ρίχαρντ Στράους, Στραβίνσκι και Σιμπέλιους. Και η παρατήρησή του: «Κάτι από τον Μότσαρτ;
  • Ο μαέστρος απευθύνεται σε μια ανεπαρκή βιολοντσελίστρια: «Κυρία μου, έχετε στα σκέλια σας ένα όργανο, ικανό να δώσει ευχαρίστηση σε χιλιάδες ανθρώπους, και το μόνο που κάνετε είναι να το ξύνετε!» Το ανέκδοτο αποδίδεται και στον Αρτούρο Τοσκανίνι.
  • «Μεγάλη μουσική είναι αυτή που διαπερνά το αυτί με ευκολία και αφήνει τη μνήμη με δυσκολία».
  • «Η κινηματογραφική μουσική είναι σκέτος θόρυβος, πιο επίπονος στο αυτί και από την ισχιαλγία μου».

Πηγή: "Σαν Σήμερα"

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

«Έτος Νικηφόρου Βρεττάκου» το 2012.


Το 2012 ανακηρύχθηκε «Έτος Νικηφόρου Βρεττάκου»

Το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού ανακήρυξε το 2012 «Ετος Βρεττάκου» με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννηση του Λάκωνα ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου και ανέθεσε στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) τον επιτελικό σχεδιασμό και την υλοποίηση του προγράμματος.

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991) αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο στην εξέλιξη της νεοελληνικής γραμματείας. Το έργο του εκτιμήθηκε στην εποχή του -μια μεγάλη περίοδο ζυμώσεων, πνευματικών, κοινωνικών και πολιτικών για τον ελληνισμό- ενώ εξακολουθεί να διαβάζεται και να συγκινεί τις νεότερες γενιές αναγνωστών. Εχουν κυκλοφορήσει 39 ποιητικές συλλογές του (μεταξύ άλλων: «Φιλοσοφία των λουλουδιών», «Ο Προμηθέας ή Το παιχνίδι μιας μέρας», «Το βάθος του κόσμου», «Ο Ταΰγετος και η σιωπή» κ.ά.).

Για την προετοιμασία του έργου το ΕΚΕΒΙ θα συνεργαστεί στενά με τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης η οποία διαθέτει το πλήρες αρχείο του ποιητή (http://www.nikiforos.edu.gr/), καθώς και με τον Πολιτιστικό Σύλλογο Καραβά Λακωνίας.

Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών E.KE.BI.) (http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=300)

Βρεττάκος Νικηφόρος

Τόπος Γέννησης:
Κροκεές

Έτος Γέννησης:
1912

Έτος Θανάτου:
1991

Λογοτεχνικές Κατηγορίες:
Πεζογραφία
Ποίηση
Δοκίμιο
Μετάφραση

Βιογραφικό Σημείωμα

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ (1912-1991)

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε στο χωριό Κροκεές της Λακωνίας, δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου Βρεττάκου και της Ευγενίας, το γένος Παντελεάκη. Τα μαθητικά του χρόνια πέρασε στις Κροκεές και το Γύθειο (το 1927 αποφοίτησε από το Ελληνικό Σχολείο του Γυθείου). Το 1928, σε ηλικία δεκάξι μόλις χρόνων, έδωσε δύο διαλέξεις στην Εμπορική Λέσχη Γυθείου με θέμα Χριστιανισμός – Μαρξισμός. Το 1929 έφυγε για την Αθήνα για να σπουδάσει, δεν τα κατάφερε όμως, κυρίως λόγω οικονομικής ανέχειας (είχε προηγηθεί ασθένεια και χρεοκοπία του πατέρα του). Εγκαταστάθηκε στα Κάτω Πατήσια και με τη βοήθεια του παιδικού του φίλου Θαλή Στ. Κουτούπη προσλήφθηκε στην εταιρεία υδραυλικών έργων αποξήρανσης του έλους Τιρνάσου στη Λακωνία. Από το 1930 ως το 1931 έκανε διάφορες περιστασιακές, χειρωνακτικές κυρίως δουλειές για να κερδίσει τα προς το ζην, ενώ παράλληλα στράφηκε στη μελέτη από καθαρά προσωπικό ενδιαφέρον. Το 1932 κατατάχθηκε στο στρατό στην Τρίπολη για τέσσερις μήνες (καθώς ήταν προστάτης πολυμελούς οικογένειας). Το 1934 εργάστηκε ως γραφέας στις γενικές αποθήκες στρατού στον Πειραιά. Εκεί γνωρίστηκε με την Καλλιόπη Αποστολίδη, την οποία παντρεύτηκε τον ίδιο χρόνο και με την οποία απέκτησε μια κόρη τη Τζένη και ένα γιο τον Κώστα. Το 1935 εργάστηκε στα Μεταξουργία Νέας Ιωνίας και ένα χρόνο αργότερα ως ιδιωτικός υπάλληλος και ως εργάτης υφαντουργείου. Το 1938 διορίστηκε στο Υπουργείο Εργασίας με παρέμβαση του φίλου του Θέμου Αμουργή. Το 1940 στρατεύτηκε στην πρώτη γραμμή και κινδύνεψε να σκοτωθεί στο ύψωμα της Κλεισούρας. Το 1941 μετά από διάλυση του Συντάγματος στο οποίο υπηρετούσε επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια. Η ημερολογιακές σημειώσεις του από αυτή την περίοδο αποτέλεσαν τη βάση του βιβλίου του Το αγρίμι. Από το 1942 ως το 1944 συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση, οργανώθηκε στο Ε.Α.Μ. και γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. Την περίοδο εκείνη πέθανε ο πατέρας του και η ταφή του έγινε στην Πλούμιτσα. Το 1946 προσλήφθηκε ως γραφέας στον Οικονομικό Συνεταιρισμό Εκτελωνιστών του Πειραιά. Τον ίδιο χρόνο υπέγραψε τη διαμαρτυρία των ελλήνων λογοτεχνών “Προς τη Δ’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων και τη Διεθνή Κοινή Γνώμη: Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την Δημοσίαν Τάξιν και την ακεραιότητα της χώρας”. Το 1948 γνωρίστηκε με τον Άγγελο Σικελιανό, φίλο του μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1958, μετά το ταξίδι του στη Ρωσία κυκλοφόρησε το βιβλίο του Ο ένας από τους δύο κόσμους, με αφορμή το οποίο κατηγορήθηκε (μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Μάρκο Αυγέρη) για παράβαση του Ν.509. Το 1949 εξέδωσε το λυρικό δοκίμιο Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου, εξαιτίας του οποίου διαγράφτηκε από το Κ.Κ.Ε. και απομακρύνθηκε από το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, στο οποίο ήταν τότε διευθυντής. Τότε γνωρίστηκε με την Τατιάνα Γκρίτση – Μilliex και το Roger Milliex, με τους οποίους συνδέθηκε φιλικά. Το 1954 η γυναίκα του απολύθηκε από τη θέση της στον Ο.Λ.Π. λόγω των πολιτικών της φρονημάτων. Κατά το σχολικό έτος 1955-1956 αναγκάστηκε να εργαστεί σε σχολείο των Ιωαννίνων. Μετά από προσφυγή στο Συμβούλιο Επικρατείας επέστρεψε στην παλιά της θέση. Το 1955 ο Βρεττάκος εκλέχτηκε στο Δήμο Πειραιά (1955-1959). Σημαντική υπήρξε η συμβολή του από τη θέση αυτή στην πολιτιστική αναβάθμιση της πόλης (ίδρυση Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη, Ιστορικού Αρχείου, Φιλαρμονικής Πειραιώς, Δημοτικής Πινακοθήκης). Το 1957 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση μαζί με τους Στρατή Μυριβήλη, Άγι Θέρο, Λ.Κουκούλα κ.α. στα πλαίσια της Παγκόσμιας Συνάντησης Δημοκρατικής Νεολαίας, προσκεκλημένος των σπουδαστών της Μόσχας. Στη Μόσχα γνωρίστηκε με τη γυναίκα του Μαξίμ Γκόρκυ. Το 1961 επισκέφτηκε τον τάφο του πατέρα του στην Πλουμίτσα. Το 1962 διαλύθηκε ο Συνεταιρισμός Εκτελωνιστών και ο Βρεττάκος έμεινε άνεργος. Το 1964 εργαζόταν ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο με παρέμβαση του Λουκή Ακρίτα. Μετά το πραξικόπημα του 1967 ο Βρεττάκος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία από όπου ταξίδεψε ανά την Ευρώπη (Βουκουρέστι, Βενετία, Δαλματικές ακτές, Ζάγκρεμπ, Ρώμη, Παρίσι, Βirmingham, Λονδίνο, Παλέρμο, Μόναχο). Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης, τιμήθηκε από τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, και επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο Οδύνη που εκδόθηκε το 1969 στη Νέα Υόρκη. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1974 και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Το καλοκαίρι του 1991 επισκέφτηκε την Πλούμιτσα με τη γυναίκα, την κόρη του και την οικογένειά της. Εκεί πέθανε τον Αύγουστο από καρδιακή ανακοπή. Η κηδεία του έγινε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών με δημόσια δαπάνη. Η πρώτη εμφάνιση του Νικηφόρου Βρεττάκου στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποιήθηκε το 1929 με τη δημοσίευση κάποιων πρωτόλειων ποιημάτων του από τα μαθητικά του χρόνια με τίτλο Κάτω από σκιές και φώτα (εκδόθηκαν το 1933). Ως το 1940 εξέδωσε έξι συλλογές, τις οποίες συγκέντρωσε στον τόμο Γκριμάτσες του ανθρώπου. Ακολούθησαν πολλές ποιητικές συλλογές ως το 1951 (χρονιά θεωρούμενη ως δεύτερο ορόσημο στην καλλιτεχνική του πορεία), που εξέδωσε το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο με ποιήματά του με τίτλο Τα ποιήματα 1929-1951. Από την περίοδο αυτή αναφέρουμε ενδεικτικά την ποιητική συλλογή του Πλούμιτσα (1950), ενδεικτική της στροφής του Βρεττάκου από το νεανικό λυρισμό προς την απλή και έντονα δραματική γραφή. Ακολούθησε η τρίτη και ωριμότερη περίοδος της δημιουργίας του, όπου επιχείρησε μια εξισορρόπηση των λυρικών και δραματικών στοιχείων στην υπηρεσία του ηθικού και κοινωνικού προβληματισμού του. Σημειώνονται τα έργα του Στον Ρόμπερτ Όπενχάιμερ (1954), Το βάθος του κόσμου (1961), Ο διακεκριμένος πλανήτης (1983), Συνάντηση με τη θάλασσα (1991). Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία , την κριτική (το 1960 εξέδωσε τη μελέτη Νίκος Καζαντζάκης. Η αγωνία του και το έργο του ) και τη δημοσιογραφία. Από το 1946 ως το 1949 εργάστηκε στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα (αρχικά στη στήλη του βιβλίου, στη συνέχεια ως αρχισυντάκτης, εκδότης και διευθυντής). Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά και τις εφημερίδες Προοδευτική Αλλαγή (1951, με το ψευδώνυμο Θυμόσοφος), Ελληνικά Χρονικά (1952-1954), Επιθεώρηση Τέχνης (1956), Ανεξάρτητος Τύπος (1958), Επιστήμη και Ζωή (1959), Δρόμοι της Ειρηνης (1961), Κόσμος (1962), Ελευθεροτυπία (1975). Τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1940, 1956, 1982), το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1974), το βραβείο Knocken και το βραβείο της Εταιρείας Σικελικών Γραμμάτων και Τεχνών (1980), το Αριστείο Γραμμάτων από την Ακαδημία Αθηνών (1982), το βραβείο του τίμιου Σταυρού του Απόστολου και Ευαγγελιστού Μάρκου από του Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής (1984), το μετάλλιο Χρυσός Πήγασος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (1989). Υπήρξε μέλος της κριτικής επιτροπής του διαγωνισμού των Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών. Προτάθηκε τέσσερις φορές για το βραβείο Νοbel λογοτεχνίας Τιμήθηκε από πολλούς δήμους ανά την Ελλάδα, ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών μαζί με το Γιάννη Ρίτσο και το Γιώργο Βαλέτα (1984), επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά, επίτιμο μέλος του Παρνασσού , μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (1991). 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Νικηφόρου Βρεττάκου βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Βρεττάκος Νικηφόρος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984 και Κακούρου – Χρόνη Γεωργία, «Χρονολόγιο Νικηφόρου Βρεττάκου», Μνήμη του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου (1912-1991) · επιμ. Π.Δ. Μαστροδημήτρης, σ.15-38. Αθήνα, 1993.

Σώμερσετ Μωμ, «Διακοπές στο Παρίσι» βιβλιοπαρουσίαση.

Εξαιρετική αναγνωστική εμπειρία που προτείνω στους βιβλιόφιλους. Στο «Διακοπές στο Παρίσι», ο Μωμ παρακολουθεί τον νεαρό ήρωά του καθώς έρχε...