"Στο Μόναχο ο Λιαντίνης έφθασε με το τρένο τον Σεπτέμβριο του 1970. Στο σταθμό τον περίμενε ο Παναγιώτης Λαμπρόγιαννης, ένας παλιός συμμαθητής του από το Γυμνάσιο. Μετανάστης από το χωριό Βλαχιώτη της Λακωνίας που ζούσε στη Νυρεμβέργη και εργάζονταν σε φάμπρικα. Αν και του πρότεινε να τον φιλοξενήσει στο σπίτι του, ο Λιαντίνης αρνήθηκε και τις πρώτες μέρες έμεινε σε ένα φτηνό ξενοδοχείο και ταυτόχρονα έψαχνε για κάποιο δωμάτιο. Μία εβδομάδα κράτησε η έρευνά του, χωρίς αποτέλεσμα. Μετά το πήρε απόφαση.
Παναγιώτης Λαμπρόγιαννης: «Του είπα να μείνει στο σπίτι μου όσο ήθελε μέχρι να τον βοηθήσω να βρει ένα δικό του κατάλυμα. Του το είπα ξεκάθαρα, το σπίτι μου είναι και δικό σου σπίτι. Τον φιλοξένησα περίπου 15 μέρες. Ένα διπλό κρεβάτι είχαμε όλο κι όλο. Αυτό του δώσαμε να κοιμηθεί, και εγώ με την κυρά κοιμόμασταν κάτω στο πάτωμα».
Ο Δημήτρης με την βοήθεια του Λαμπρόγιαννη βρήκε σπίτι στο Μόναχο. Μια μικρή σοφίτα στην οδό Königsstrasse 45. Ένα μικρό δωμάτιο πέντε επί πέντε. Φεύγοντας από το σπίτι του Λαμπρόγιαννη θα φιλήσει αυτόν και την σύζυγό του και θα του πει: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι μου δώσατε το κρεβάτι σας να κοιμηθώ. Ποτέ». Και δεν ξέχασε όπως θα δούμε.
Στο Μόναχο θα έρθει αντιμέτωπος με μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της ζωής του μέχρι εκείνη τη στιγμή. Είναι εκεί για ένα σκοπό, για να σπουδάσει. Αλλά δεν περίμενε ότι στην αρχή αυτής της νέας του ζωής θα έβρισκε τεράστια εμπόδια.
Εγγράφεται στο πανεπιστήμιο για να μάθει τη γλώσσα και ταυτόχρονα ψάχνει για δουλειά. Η μικρή σοφίτα γεμίζει από βιβλία. Τα χρήματα που έχει πάρει μαζί του από την Ελλάδα αρχίζουν να τελειώνουν. Οι μέρες περνούν, δουλειά δεν βρίσκει. Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, εκείνη την εποχή ο Λιαντίνης πρέπει να έφθασε σε οριακό σημείο. Αρχίζει να πίνει ρακή. Τρώει πολύ λίγο, σχεδόν υποσιτίζεται, δεν έχει λεφτά.
Εκείνο τον καιρό θα γράψει στον αδελφό του τον Γιώργο που ζει και εργάζεται στον Καναδά, μερικές λέξεις απόγνωσης, μια κραυγή απελπισίας: «SOS. Δεν έχω λεφτά. Στείλε μου express».
Γιώργος: «Για να γράψει ο Δημήτρης, που ήταν περήφανος, αυτό το πράγμα σήμαινε ότι είχε πιάσει πάτο. Πήρα ένα φάκελο και έβαλα μέσα 500 δολλάρια».
Λίγο καιρό αργότερα θα ζητήσει και πάλι χρήματα από τον αδελφό του. Θα του στείλει 300 δολάρια. Τα έξοδα όμως είναι πολλά. Ενοίκιο, βιβλία, πανεπιστήμιο, φαγητό… τσιγάρα.
Όπως θυμάται ο Λαμπρόγιαννης, του έδωσε και εκείνος λεφτά βλέποντας την άσχημη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει, «χωρίς να μου το ζητήσει», όπως λέει ο ίδιος. «Τα χρήματα μού τα επέστρεψε λίγους μήνες αργότερα. Μετάνιωσα που τα πήρα».
Σύμφωνα με τον Μιλτιάδη Κηρυκόπουλο «ο Δημήτρης τον πρώτο καιρό στην Γερμανία έφθασε να κάνει χειρονακτικές δουλειές. Υπέφερε πραγματικά».
Ναι υπέφερε. Απόδειξη γι’ αυτό, οι επιστολές που ακολουθούν, αλλά και ένα γράμμα προς την αγαπημένη του Αμαλία, περί τα τέλη Μαϊου του 1971. Ανάμεσα στα άλλα της γράφει:
"Στερούμαι το ψωμάκι για να αγοράσω βιβλία".
Κάτι λιγότερο από ένα χρόνο, ο μεταπτυχιακός φοιτητής θα ζήσει σε συνθήκες ανέχειας. Αλλά δεν θα το βάλει κάτω. Σε ένα τραπεζάκι, με μια λάμπα από πάνω του να φωτίζει, ο Δημήτρης μελέτησε τόσο όσο δεν είχε κάνει ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή. Κοιμόταν λίγο, διάβαζε συνεχώς και έτρωγε όποτε είχε.
"Πάντα να τρως την ώρα που λησμόνησες ότι πεινάς" (Homo Educandus σελ. 115)
Η τύχη όμως θα του χαμογελάσει.
Λαμπρόγιαννης: «Είχα κάποιες γνωριμίες και τον βοήθησα να βρει δουλειά σε ένα ελληνικό γυμνάσιο στο Μόναχο».
Περί τα τέλη του ’71 οι συνθήκες ζωής του σιγά σιγά θα αλλάξουν προς το καλύτερο. Ο Γιώργος όμως από τον Καναδά έχει το μυαλό του στον αδελφό του.
Γιώργος: «Χωρίς να μου το ζητήσει του έστειλα 200 δολάρια λέγοντάς του πως αυτά είναι κάτι σαν δώρο. Μετά από λίγες μέρες παίρνω ένα γράμμα του Μίμη (έτσι τον αποκαλούσαν φίλοι και συγγενείς) και μέσα τα χρήματα που του έστειλα. Απόρησα, μέχρι που διάβασα σε ένα μικρό χαρτί: "αδελφέ σε ευχαριστώ, αλλά δεν τα έχω πια ανάγκη"».
Είναι η ώρα να μιλήσουμε για την πικρή ιστορία του Λαμπρόγιαννη. Γυρνώντας απ’ την Γερμανία η ζωή του γύρισε την πλάτη. Το ’ριξε στο ποτό, έγινε αλκοολικός, κατάντησε ναυάγιο που λέμε. Ήταν εμφανές μιλώντας μαζί του. Όμως σαν πιάσαμε την κουβέντα για τον Μίμη άνοιξε το μυαλό του, φώτισε το πρόσωπό του. Και αφού τελειώσαμε τα της Γερμανίας έσκυψε το κεφάλι, τον πήραν τα δάκρυα. «Θα σου πω και κάτι άλλο βρε παλικάρι. Από το 1973 και μετά που ο Μίμης επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα, λάμβανα κάθε μήνα επί 26 χρόνια ένα φάκελο. Μέσα πάντα είχε ένα χαρτάκι που έγραφε «δεν σε ξεχνώ ποτέ» και χρήματα, αρκετά χρήματα. Και πιο κάτω με συμβούλευε: «να πίνεις το κρασάκι σου, αλλά με ρέγουλα»."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου